Υπήρξαν εποχές στα Γιάννενα που χορεύαν κι οι γριές. Σαν σκηνικό στο «Τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή. Τότε που ήταν όρθια τα τούρκικα αρχοντικά, πριν αρχίσουν να πέφτουν το ένα μετά το άλλο στον βωμό της «αντιπαροχής».
Ξύλα για τ'ς αποκριές
να χορεύουν οι γριές
με τις κόκκινες ποδιές
κόκκινες και παρδαλές.
Τα Γιάννενα έπρεπε για κάποιους πατριδοκάπηλους να μην έχουν τουρκικό χρώμα. Ούτε καν οβρέικο. Ποτέ δεν χαρακτηρίστηκαν οι κατοικίες αυτές διατηρητέες και γρήγορα έγιναν πολυκατοικίες τύπου Πετραλώνων.
Χόρευαν λοιπόν τις αποκριές ακόμη και οι γριές γύρω από τις τζαμάλες, τις περίφημες φωτιές που άναβαν στις γειτονιές της πόλης ανήμερα την Κυριακή της Τυρινής (σαν σήμερα δηλαδή) και χόρευαν γύρω τους μέχρι πρωίας οι μασκαράδες.
«Οι παλιοί Γιαννιώτες τις έλεγαν "τζόρες" και όχι τζαμάλες, όπως λέγονται σήμερα. Η λέξη "τζαμάλι" μας παραπέμπει στον κουδουνάτο, δηλαδή τον μασκαρά που φορούσε πάνω του κουδούνια και περιφερόταν στις φωτιές της πόλης. Πιθανόν στο πέρασμα των χρόνων να παρερμηνεύθηκε η έννοια των κουδουνοφόρων μασκαράδων που περιφέρονταν παλαιότερα στις φωτιές και η ονομασία τζαμάλες να αποδόθηκε στη φωτιά που άναβε σε κάθε γειτονιά και όχι στους ανθρώπους της.
»Η κατασκευή της τζαμάλας γίνεται με ειδική τεχνική, ώστε, όταν καίγονται τα ξύλα, να σχηματίζουν όσο γίνεται μεγαλύτερη φλόγα. Η καλή καύση των ξύλων επιτυγχάνεται με την κατασκευή της "πόρτας της αλεπούς", που επιτρέπει την είσοδο του αέρα στο εσωτερικό της τζαμάλας, ώστε τα ξύλα να καίγονται ομοιόμορφα» (epitupbook.gr).
Η προετοιμασία της τζαμάλας κρατούσε μήνες: Επρεπε να βρεθούν τα ξύλα και τα κούτσουρα. Τα πιτσιρίκια προγραμμάτιζαν από πού θα τ' αρπάξουν, από πού θα τα κόψουν (ήταν οι εποχές της αθωότητας, όταν το να πριονίσεις ένα κλαδί δεν ήταν ακόμη οικολογικό έγκλημα). Ο θησαυρός φυλαγόταν προσεκτικά σε κρυψώνες μέχρι την Κυριακή, που θα στηνόταν η φωτιά της γειτονιάς. Στη «μάντρα» της Καλούτσιανης, στη Σιαράβα, στην Καραβατιά στον Πλάτανο πίσω από το γήπεδο, στον Αλλάχ κοντά στο εβραϊκό νεκροταφείο, στο κάστρο. Σχεδόν παντού οι πύρινες εστίες γλεντιού συγκέντρωναν όλους τους γείτονες. Υπήρχαν και οι περαστικές παρέες που γύριζαν από τζαμάλα σε τζαμάλα, πάντα καλοδεχούμενες και σεβαστές.
Μας θυμίζει ο μηχανικός Γιάννης Παπαϊωάννου: «Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής της Τυροφάγου άναβε η φωτιά και γύρω από αυτήν μαζεύονταν μεγάλοι και μικροί σέρνοντας τον χορό και τραγουδώντας δημοτικά ή περιπαικτικά αποκριάτικα τραγούδια. Συνήθως το προβάδισμα στον χορό το είχε κάποιος γεροντότερος γλεντζές μερακλής ή κάποια γνωστή μεσόκοπη της γειτονιάς με πειρακτικές διαθέσεις, που γνώριζαν αρκετά τραγούδια, τραγουδούσαν δε κάθε στίχο μόνοι τους και τον επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι. Λειτουργούσε δηλαδή ο χορός σαν πολυφωνικό συγκρότημα και ταυτόχρονα χορευτικό.
»Πάντα υπήρχαν κάποια παιδιά της γειτονιάς, που φρόντιζαν να κρατάνε αναμμένη τη φωτιά. Ετσι από ώρα σε ώρα έβλεπες να πετάγονται στα ύψη οι φλόγες, κάνοντας έναν παράξενο θόρυβο από τα ξύλα που προσθέτονταν και διέκρινες μερικές νοικοκυρές -που γειτόνευαν τα σπίτια τους με τη φωτιά- να σταματάνε το τραγούδι και να φωνάζουν μισοτρομαγμένες για την πιθανή μετάδοση της φωτιάς στην ξύλινη κουζίνα τους από κάποια αποκαΐδια που αιωρούνταν στον αέρα: "Μωρέ αναμοκαμμένο και αναμοφλογισμένο, πρόσεξε μην αρπάξει φωτιά το σπίτι μ', έτσ' όπως ανακατέβ'ς τα ξύλα στ' φωτιά", για να συμπληρώσει κάποια άλλη "και μέρα πούναι σήμερα να μην έχουμε ντράβαλα"».
Σε πείσμα των καιρών οι τζαμάλες άντεξαν, υπάρχουν ακόμη και σήμερα και πολλοί αγωνίζονται να τους δώσουν την παλιά τους αίγλη. Αυτή που μνημονεύει ο Κώστας Κρυστάλλης («Αι Απόκρεω εν Ιωαννίνοις», περιοδικό «Εστία» 1891):
«Αι Απόκρεω πανηγυρίζονται τόσον πανδήμως και μεγαλοπρεπώς εν Ιωαννίνοις, ώστε λαμβάνουσιν, ούτως ειπείν, όψιν και σημασία εθνικής εορτής... Φύσει ευτράπελοι οι Ιωαννίται και πλούσιοι άλλοτε είχον ανυψώση τον πανηγυρισμόν των απόκρεω εις το άκρον άωτον της ευθυμίας και τρυφής...»
Πάνω από 50 τζαμάλες θα καίνε σήμερα το βράδυ στα Γιάννενα. Τις οργανώνει το Πνευματικό Κέντρο του δήμου Ιωαννίνων, που προεδρεύεται από τον καθηγητή παθολογίας Μωυσή Ελισάφ. Και υπάρχουν ακόμη παιδιά που ψάχνουν για ξύλα απ' την Καλούτσιανη μέχρι την Καραβατιά. Χορός, κρασί, αχνιστή φασολάδα και μαζί η αγωνία να μη μοιάζει όλο αυτό με τουριστική ατραξιόν. Για να αποτελέσουν οι εκδηλώσεις και το πνευματικό κέντρο, όπως αναφέρει και ο Μ. Ελισάφ, «μια νησίδα υπέρβασης μιας ανεπιθύμητης πραγματικότητας σε μια κοινωνία θρυμματισμένη στον βωμό των ατομικών συμφερόντων». [Β. ΣΙΑΦ., Επτά, Κυριακή 6 Μαρτίου 2011]
No comments:
Post a Comment