- Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011
Αυστηρότητα και λιτότητα στη σκηνοθετική άποψη. Ελευθερία έκφρασης στους ερμηνευτές. Ενδυματολογικές αντιθέσεις μεταξύ της πολυτελούς, αποτυπωμένης με θερμά χρώματα και υπερβολή αγγλικής αυλής της Ελισάβετ Ι και της φτωχής, σκουρόχρωμης, αξιοπρεπούς καθημερινότητας της βασίλισσας της Σκοτίας. Αλλά, κοινό σκηνικό: μια φυλακή για τις δύο βασίλισσες.
- Ελιζαμπέτα και Μαρία Στουάρντα, αντιμέτωπες. Ελένα Μπελφιόρε και Πατρίτσια Τσόφι
Αυτές είναι οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές του Πιερ Λουίτζι Πίτσι, σκηνοθέτη, ενδυματολόγου και σκηνογράφου στην παραγωγή της όπερας «Μαρία Στουάρντα» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι (1797-1848), με την οποία εγκαινιάζεται η συνεργασία της Σκάλα του Μιλάνου με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η πρεμιέρα γίνεται αύριο και ακολουθούν τέσσερις παραστάσεις (12, 14, 16, 18/3), οι οποίες εντάσσονται στους εορτασμούς για τα 150 χρόνια της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Εξ ου και η χθεσινή παρουσία στην Αθήνα όλων των συντελεστών, «προεξάρχοντος» του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη αλλά και του Αγγλου αρχιμουσικού Ρίτσαρντ Μπόνινγκ, που θα διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Ο πρώτος έχει μια φορτισμένη προσωπική συναισθηματική σχέση με τη συγκεκριμένη όπερα του Ντονιτσέτι. Και ο δεύτερος θεωρείται ένας από τους ειδήμονες του μπελκάντο. Και οι δύο συνεργάζονται μ' ένα εξαιρετικό καστ, που προτείνει για το ρόλο της Μαρία Στουάρντα σε εναλλάξ διανομές την Ιταλίδα σοπράνο Πατρίτσια Τσόφι (10,12/3) και τη νεαρή Ρωσίδα Ιρίνα Λούνγκου (14,16,18/3), για το ρόλο της Ελιζαμπέτα τη μέτζο-σοπράνο Ελένα Μπελφιόρε, ως Ρομπέρτο Λέστερ τον τενόρο Φραντσέσκο Ντεμούρο και στους άλλους ρόλους τους Ελένη Βουδουράκη (Αννα Κένεντι), Μίρκο Παλάτσι (Τζόρτζο Τάλμποτ), Σιμόνε Πιατσόλα (λόρδος Γκουλιέλμο Σέσιλ). Συμμετέχει και η Χορωδία της ΕΡΤ υπό τον Δημήτρη Μπουζάνη.
Ο Πίτσι, γνωστός του Μεγάρου από τις παραστάσεις του «Ορφέα» του Μοντεβέρντι (1997) και της «Αΐντα» του Βέρντι (2001), πρωτοήρθε σε επαφή με τη «Μαρία Στουάρντα» το 1967, όταν είχε επιμεληθεί το εικαστικό μέρος της ιστορικής παραγωγής που ανέβασε για το Μουσικό Μάιο της Φλωρεντίας ο Τζόρτζο ντε Λούλο, με Μαρία και Ελιζαμπέτα τις Λεϊλά Γκεντζέρ και Σίρλεϊ Βέρετ. Πρώτη φορά σκηνοθέτησε την όπερα πολλά χρόνια μετά, το 2007, για μια παράσταση ανοιχτού χώρου ενταγμένη στο Φεστιβάλ Οπερας του Σφαιριστηρίου στη Ματσεράτα κι ένα χρόνο αργότερα για τη Σκάλα του Μιλάνου.
Γραμμένη το 1834, η όπερα του Ντονιτσέτι είναι σε λιμπρέτο του Τζουζέπε Μπαρντάρι, βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Σίλερ. Στρέφεται βέβαια στη συγκρουσιακή σχέση εξουσίας της βασίλισσας της Αγγλίας με τη βασίλισσα της Σκοτίας, που οδήγησε στον αποκεφαλισμό της τελευταίας. «Καθεμία αντιμετωπίζεται με την προσωπικότητα αλλά και τα γυναικεία της πάθη, τα οποία αναζωπυρώνει η παρουσία ανάμεσά τους του εραστή Ρομπέρτο Λέστερ», τονίζει ο Πίτσι. Εχει μελετήσει σε βάθος το ρεπερτόριο του Ντονιτσέτι, που εκτός από «υπέροχη μουσική, έχει εκπληκτικό θεατρικό αισθητήριο». Μέγιστη απόδειξη στη «Μαρία Στουάρντα» είναι η κορύφωση της δράσης με τη συνάντηση Ελισάβετ και Μαρίας -πράγμα που δεν αποτελεί ιστορικό γεγονός.
Το έργο, «αυστηρό και λιτό, ξετυλίγει την πλοκή μόνο μέσω του τραγουδιού». Αναλόγως οφείλει να το αντιμετωπίσει και ο σκηνοθέτης, «αφήνοντας χώρο στο τραγούδι και ελευθερία έκφρασης στους τραγουδιστές, ώστε να αναδεικνύεται η προσωπικότητα καθενός». Γι' αυτό και Τσόφι και Λούνγκου προτείνουν «δύο εντελώς διαφορετικές ερμηνείες του ρόλου της Στουάρντα».
Σκηνογραφικά «η δουλειά μου ήταν», εξήγησε ο Πίτσι, «να φανταστώ την ατμόσφαιρα. Επέλεξα ως κοινό χώρο δράσης μια φυλακή, αφού πράγματι η Στιούαρτ πέρασε 19 από τα 45 χρόνια της ζωής της έγκλειστη. Αλλά και η Ελισάβετ έζησε στη χρυσή "φυλακή" της βασιλικής Αυλής».
Ενδυματολογικά, τα κοστούμια της Ελισάβετ φέρουν μια «βασιλική» υπερβολή και θερμά χρώματα, εν είδει σχολίου για τη «μεγαλομανία της εξουσίας». Αντίθετα, «στον κόσμο της Μαρίας επικρατεί μια φτώχεια γεμάτη αξιοπρέπεια και σχεδόν ανύπαρκτο χρώμα». Στόχος είναι «ήδη από την πρώτη της ενδυματολογική προσέγγιση να δίνεται η αίσθηση του επικείμενου θανάτου της».
Γνώριμος του Μεγάρου από την παραγωγή της «Τραβιάτα» (2004), ο αρχιμουσικός Ρίτσαρντ Μπόνινγκ αφοσιώθηκε από τη δεκαετία του '60 στους μεγάλους συνθέτες του ιταλικού μπελκάντο. Ξεχωρίζει τον Ντονιτσέτι «για τους μουσικούς θησαυρούς του». Βεβαιώνει ότι το καστ, διαψεύδοντας την εποχή που λέει ότι λιγοστεύουν οι καλοί ερμηνευτές του μπελκάντο, είναι «σπουδαίο». Και, λακωνικός, προτιμά να μιλά για τη μουσική «μόνο πάνω στο πόντιουμ». *
No comments:
Post a Comment