Ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε δύο σκηνοθεσίες του ίδιου έργου
- Tης Αννυς Κολτσιδοπουλου, Η Καθημερινή, 1/7/2012
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ
Δεσποινίς Τζούλια
1) σκηνοθ: Δημήτρης Λιγνάδης
2) Schaubuehne Berlin σκηνοθ: Katie Mitchell - Leo Warner
2) Schaubuehne Berlin σκηνοθ: Katie Mitchell - Leo Warner
Θέατρο: Πειραιώς 260
Τιμώντας την επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο του Στρίντμπεργκ, το Φεστιβάλ Αθηνών φιλοξένησε στον ίδιο χώρο (Δ) της Πειραιώς μέσα σε δέκα μέρες δύο φορές τη δεσποινίδα Τζούλια. Πιστεύω πως για το νέο κοινό ήταν μια σπάνια ευκαιρία σύγκρισης του Τι και του Πώς καθώς και δύο διαφορετικών Πώς στο θέατρο.
Καθώς πρωταντίκρισα τον αχανή, κενό χώρο (Εύα Νάθενα) της παράστασης του Λιγνάδη θεώρησα πως οι ηθοποιοί θα χάνονταν σαν γρανάζια πυραύλου μέσα σε κοσμοδρόμιο. Ξεπερνώντας, όμως, τον αποξενωτικό ήχο από τα μικρόφωνα-ψείρες των ηθοποιών, που τα μεταχειρίζονταν ως μέρος της περιβολής τους, άρχισα να μπαίνω στο παιχνίδι των μεγάλων αποστάσεων. Οταν πια εισέβαλε σαν γαλάζιο άτι πάνω στα πατίνια της η άκρως αθλητική και αρσενικοαναθρεμμένη Τζούλια της Γουλιώτη καταπίνοντας τα τετραγωνικά σαν να ’τανε αέρας, συμφιλιώθηκα και με το κοσμοδρόμιο. Νομίζω πως παρά κάποιες παραχωρήσεις σε καινοφανή ευρήματα (λάστιχο ποτίσματος -πόσα θα δούμε φέτος;- νερά, νερόλακκοι, ενόργανη γυμναστική κ.λπ.) τα οποία πάντως λειτούργησαν ως συμβολισμοί και ενέργειες, η παράσταση κέρδισε το στοίχημα της άποψης: Ηταν μια διαρκής αναμέτρηση ανάμεσα σε τάξεις, εγωκεντρισμούς, εξουσίες, προκαταλήψεις, συμπλέγματα, κοινωνικούς φόβους, συμπεριφορές, γλωσσικά ιδιώματα, ιδιοπάθειες, αλλά κυρίως ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Ως οντότητες αλλά και ως διπλό στοιχείο εντός μας.
Πέρα από τις ερμηνείες των τριών ηθοποιών (μπρούτος, καλολουστραρισμένος λακές, οπορτουνίστας αν και διά βίου έμφοβος υποτελής, ο Ζαν του Λιγνάδη. Ευάλωτη, νευρωσική, έρμαιο του εκτροχιασμένου, οικογενειακού παρελθόντος η φαινομενικά ανδροφάγος αμαζόνα Τζούλια, της Στεφανίας Γουλιώτη. Υποταγμένη αλλά με τις κόκκινες γραμμές της ιδιότυπης ηθικής της -συγγενικής του τσεχωφικού υπηρέτη Φιρς- και τελικά ανθεκτικότερη όλων, η λιγομίλητη Χριστίνα της Μαρίας Πρωτόπαππα), η αρετή της παράστασης πιστεύω πως ήταν το παιχνίδι με τις διαστάσεις. Αυτό που στην αρχή φάνταζε μακρινό, ξένο ίσως και αδιάφορο πλησιάζει και κορυφώνεται στο προσκήνιο σε κάτι πολύ κοντινό, ωμό και... αειθαλές. Η ανθρωποφαγική «μονομαχία» των αταίριαστων εραστών -περίγελως των ταπεινών που αχόρταγα «παίρνουν μάτι»- δεν είναι παρά η σφαγή του διπλανού δωματίου. Με όρους, μάλιστα, αρχαίου δράματος, όπου η τελική «λύση» θα λάβει χώρα εκτός σκηνής. Τα αίματα, πριν καν χυθούν, αναλαμβάνει να καθαρίσει συμβολικά, ωστόσο σχολαστικά όπως πάντα, η Χριστίνα του καθήκοντος και της συνετής συνέχισης του βίου. Ακόμη και του αβίωτου.
Αυτή ακριβώς, η σιωπηλή Χριστίνα (Κριστίν) αποτελεί τον πυρήνα της παράστασης που συνέλαβε και σκηνοθέτησε μαζί με τον video designer Leo Warner η Βρετανίδα σκηνοθέτις Katie Mitchell για τη βερολινέζικη Σάουμπινε. Κράτησε το «δράμα δωματίου» που ήθελε ο συγγραφέας του, διαφύλαξε το νατουραλιστικό του περίγραμμα, πέταξε το 80% του κειμένου, το αντικατέστησε με σκέψεις-στίχους από ποιήματα της Δανής φεμινίστριας Ινγκερ Κρίστενσεν και με συνεχείς, αργές, σιωπηλές προβολές ζωντανής κινηματογράφησης. Μεγεθύνσεις μικρών κινήσεων, ανεπαίσθητων αντιδράσεων κι εκφράσεων της εξαίρετης Jule Boewe που έπαιζε την Κριστίν.
Με τεχνικά, θεατρικά και ραδιοφωνικά μέσα, ζωντανή παραγωγή ήχων και ζωντανή συνοδεία ενός τσέλου παρακολούθησε την απατημένη αρραβωνιαστικιά να παρακολουθεί και να βιώνει κρυφά, φανερά, ξύπνια ή στον ύπνο της, τα δραματικά γεγονότα που συμβαίνουν στη κουζίνα της και στη ζωή της. Η συνεχής μετακίνηση των τεχνικών με τις κάμερες, βοηθούμενων από τα ίδια τα δραματικά πρόσωπα και τη σωσία της Κριστίν, η τόσο ακαριαία εισβολή του σινεμά στο θέατρο και του θεάτρου στο σινεμά, μπορεί να παραξένισε, να δίχασε ακόμη και να δαιμόνισε μέρος του κοινού ή μέρος του καθενός μας. Φαντάζομαι πως όλοι αποζημιώθηκαν από τα υπέροχα πλάνα στην οθόνη. Εργα τέχνης! Θυμίζουν (σχεδόν αναπαράγουν) πίνακες του Γιαν Βερμέερ που μ’ επίπονη ακρίβεια και απαλούς φωτισμούς απομονώνει υπομονετικούς ανθρώπους σε απλές, καθημερινές εργασίες, προσδίδοντάς τους ωστόσο σταθερότητα, ανθεκτικότητα, καρτερία. Τα χαρακτηριστικά της Κριστίν.
No comments:
Post a Comment