Το έργο που δεν τολμάει να πει το όνομά του αποδεικνύεται τελικά πως έχει πολλά να πει. Η καινούργια κωμωδία του Στίβεν Αλντι Γκίργκις, γεμάτη ζωντάνια και αναπάντεχη σοβαρότητα, παρουσιάζεται στο θέατρο Gerard Shoenfeld του Μπροντγουέι με έναν τίτλο που δεν μπορεί να τυπωθεί ολόκληρος στις περισσότερες εφημερίδες ή να αναφερθεί στην τηλεόραση.
Αυτό είναι κάπως ενοχλητικό για όσους από μας θέλουμε να εκθειάσουμε τις αρετές του «The Motherf…er With the Hat» [η δεύτερη λέξη του τίτλου «Ο … με το καπέλο» είναι μια «δημοφιλής» αμερικάνικη βρισιά, αμετάφραστη στα ελληνικά]. Το έργο είναι μακράν η πιο ολοκληρωμένη και ουσιαστική δουλειά που έχουμε δει από τον προικισμένο Σ.Α. Γκίργκις, έναν πληθωρικό και οξύ χρονικογράφο της περιθωριακής ζωής («Jesus Hopped the ‘A’ Train», «Our Lady of 121st Street»). Αλλά ομολογώ ότι όταν άκουσα τον τίτλο του έργου σκέφτηκα εκνευρισμένος, «γ…, πώς θα γράψω τώρα γι’ αυτό;» Και όπως βλέπετε, αφιέρωσα στο ζήτημα αρκετό χώρο και μελάνι.
- Ο θίασος
Θα μπορούσες μάλιστα να πεις ότι το «Καπέλο», σκηνοθετημένο με φλόγα και τρυφερότητα από την Αννα Σαπίρο, έχει να κάνει με την ανεπάρκεια όσο και την αναγκαιότητα γλώσσας, η οποία εδώ περιλαμβάνει βομβαρδισμούς ύβρεων, σλόγκαν από τηλεοπτικές διαφημίσεις και πομπώδεις φράσεις από λαϊκά εγχειρίδια αυτοβοήθειας.
Οι ψυχοτρόπες ουσίες έχουν σφραγίσει καθοριστικά τη ζωή των ηρώων στο «Καπέλο», που όλοι είναι χρήστες και εθισμένοι ή πρώην χρήστες και εθισμένοι, ή, όπως ενίοτε συμβαίνει, και τα δύο. Ο Τζάκι (ο εξαίρετος Μπόμπι Καναβάλε) είναι ένας πρώην «ντίλερ» που μόλις βγήκε από τη φυλακή και προσπαθεί να παραμείνει καθαρός. Αυτό δεν είναι εύκολο, καθώς η Βερόνικα (Ελίζαμπεθ Ροντρίγκες), η κοπέλα του, σνιφάρει ακόμα την άσπρη σκόνη και καπνίζει πίπες με κρακ, με την αστόχαστη ανεμελιά κάποιου που μασάει τσίχλες.
Ετσι ο Τζάκι στηρίζεται πολύ στον Ραλφ Ντι, τον «μέντορά» του στο πρόγραμμα απεξάρτησης 12 βημάτων, έναν νεαρό άνδρα που μιλάει τη γλώσσα της αυτοβελτίωσης με βουτυρένια απαλότητα. Στον Ραλφ και στη γυναίκα του, τη Βικτόρια (Ανναμπέλα Σιόρα), στρέφεται ο Τζάκι όταν βρίσκει ένα καπέλο που δεν ανήκει σ’ αυτόν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου μένει μαζί με τη Βερόνικα.
- Πολλά ψέματα
Οσο για τα μεγάλα συναισθήματα σαν την αγάπη ή ακόμα και τη φιλία, ξεχάστε κάθε προσπάθεια να τα ξεκαθαρίσετε. Ρωτήστε το Χούλιο (ο ξεκαρδιστικός Γιουλ Βάσκεζ), ο οποίος μπορεί να είναι γκέι και μπορεί όχι, και ο οποίος σε διαφορετικές περιστάσεις λέει στον Τζάκι: α) ότι πάντα τον αντιπαθούσε και β) ότι πάντα τον αγαπούσε. Και οι δύο δηλώσεις είναι εξίσου πειστικές και εξίσου στηριγμένες σε αποδεικτικές λεπτομέρειες.
- Η εξουσία του λόγου
Για μεγάλο μέρος του έργου η δύναμη ανήκει στον Ραλφ, ο οποίος κραδαίνει φράσεις όπως «ο κύκλος της αυτοκαταστροφής» με στυλ πιστολά σε γουέστερν. Ως επαγγελματίας μάγος της σταντ απ κωμωδίας, ο Κρις Ροκ μπαίνει αβίαστα στο πετσί του ρόλου (εύκολα μπορείς να φανταστείς τον Ροκ να σαγηνεύει τα μέλη μιας ομάδας απεξάρτησης αφηγούμενος τη δική του ιστορία). Και η ανεπιτήδευτη αυτοπεποίθηση του Ραλφ κάνει τις λογικές αυθαιρεσίες του ακόμα πιο αφοπλιστικές.
Η Βικτόρια καταφέρνει τελικά να ξεφύγει από τη γλωσσική μαγεία του Ραλφ, και η Ανναμπέλα Σιόρα καταγράφει αυτή την απομάγευση εξισορροπώντας προσεκτικά την αξιοπρέπεια και την ταπεινότητα. Ενα εξίσου λεπτό κράμα συναισθημάτων χαρακτηρίζει την ερμηνεία που δίνει ο Βάσκεζ στον Χούλιο, φανατικό της υγιεινής διατροφής και επιρρεπή στην εκδίκηση.
Είναι μια υπέροχα ψύχραιμη κωμική ερμηνεία, που αποφεύγει τους πειρασμούς της τηλεοπτικής κωμωδίας. Ομως η πληγωμένη, παλλόμενη καρδιά της παράστασης ανήκει στην Ελίζαμπεθ Ροντρίγκεζ και τον Μπόμπι Καναβάλε, που μετατρέπουν τη σχέση των ηρώων τους σε έναν οδυνηρό κωμικοτραγικό χορό αγάπης, προδοσίας και σύγχυσης. Η Βερόνικα της Ροντρίγκεζ είναι ένα ύπουλα δηλητηριώδες αμάλγαμα νοικοκυροσύνης και καταστροφικότητας. Και ο Καναβάλε, στην καλύτερη δουλειά του μέχρι σήμερα, διαθέτει την επιβλητική συγκινησιακή παρουσία που θυμίζει ιταλική όπερα. Το ότι τα συναισθήματα του Τζάκι, όπως όλων στο «Καπέλο», είναι μπερδεμένα, δεν σημαίνει ότι δεν λάμπουν και δεν φλέγονται έτσι που να τσουρουφλίζουν.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/6/2011
No comments:
Post a Comment