***«Πέρσες» και «Κρήτες, Α' Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος Αθηνών
- Ελευθεροτυπία, Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011
- Της ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Κάποιες επισημάνσεις σχετικά με την οργάνωση και τις προοπτικές του Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος της Αθήνας διατυπώσαμε από αυτήν εδώ τη στήλη την προηγούμενη κιόλας εβδομάδα.
Επανέρχομαι τώρα στα ίδια με αφορμή ακόμη δύο παραστάσεις: τους «Πέρσες» πρώτα, από τον Δήμο Αβδελιώδη και την ομάδα του, και έπειτα τους απαιτητικούς «Κρήτες», από τα fragmenta του Ευριπίδη, που επεξεργάστηκαν και παρουσίασαν ο Γιώργος Σαμπατακάκης με τον σκηνοθέτη Γιώργο Ζαμπουλάκη.
Είναι αλήθεια πως το φεστιβάλ της Αθήνας, που οργάνωσε ο Γιάννης Μαργαρίτης υπό το βάρος ενός ελλειμματικού προϋπολογισμού, βρέθηκε εξ αρχής καταδικασμένο να δρα υπό τη σκιά του Ελληνικού Φεστιβάλ και της περιρρέουσας κρίσης. Εμοιαζε εξ αρχής εκ του περισσού, διδακτικό στην έμπνευση, «δημοτικό» στα χαρακτηριστικά του, μια παράτα μάλλον, παρά καθαρή αναγκαιότητα, θέληση και καρπός ώριμος της πνευματικότητας του τόπου και του καιρού του.
Και ωστόσο, να που το αποτέλεσμα μοιάζει μεγαλύτερο των ενδοιασμών μας. Και αυτό, όχι τόσο εξαιτίας των παραστάσεων. Το σημαντικό είναι πως το Φεστιβάλ της Αθήνας μπόρεσε να αποκλιμακώσει, να συνοψίσει, να χαρτογραφήσει το τοπίο στο οποίο κινείται σήμερα η αναβίωση του αρχαίου θεάτρου από τη νεανική κυρίως σκηνή μας. Μπόρεσε να δείξει τον προσανατολισμό, τη δυναμική, αλλά και τις εγγενείς αδυναμίες της σε σχέση με την αρχαία αλλά και τη νεότερη παράδοση.
Διακρίνω πολλές από αυτές τις αδυναμίες στην παράσταση των «Περσών» από τον Αβδελιώδη. Είναι μια φιλότιμη προσπάθεια -όπως εξάλλου όλες οι μέχρι τώρα απόπειρες του σκηνοθέτη-, που καταλήγει λίγο-πολύ στα καθιερωμένα: μια αρχική φιλολογικά ώριμη, αν και θεατρικά άγονη, ιδέα για το έργο (που σύμφωνα με τον σκηνοθέτη πραγματεύεται την ποιητική και συνάμα αντικειμενική θεώρηση του παρελθόντος, την άντληση διδαγμάτων από αυτό για το μέλλον της πόλης), στηρίζει πάνω της μια υπερ-φορμαλιστική απόδοση.
Εχουμε ήδη πει πολλά για την κατάχρηση του τελετουργικού στοιχείου, τον επιπόλαιο γλωσσικό φορμαλισμό, αλλά και τη σαθρή θεμελίωση της απαγγελίας στην αρχαία (;) ρυθμολογία, που μαστίζουν αρκετές «ποιητικές» αναβιώσεις του αρχαίου δράματος. Ας θυμίσουμε, λοιπόν, πάλι το πού όλο αυτό οδηγεί: στο πουθενά. Η κεντρική ιδέα απλώς δεν λειτουργεί, τουλάχιστον σε αυτή την κλίμακα, στο χρόνο της μικρής και αναγκαστικά θνησιγενούς παραγωγής, στο πλαίσιο μιας πρόσκαιρης και διακεκομμένης προσπάθειας, χωρίς βαθιά μελέτη και κυρίως χωρίς την πολύχρονη αφοσίωση στη δοκιμή και το λάθος, που ζητεί το αληθινά μεγάλο καλλιτεχνικό πείραμα.
Το μόνο που διασώζεται από την παράσταση είναι η σφραγίδα της αθωότητας, της αγνής καλλιτεχνικής πρόθεσης που βάζει σταθερά ο Αβδελιώδης στις προσπάθειές του. Στους αθώους και σχετικά απάτητους «Ιχνευτές», η εσωτερική αυτή ποιότητα-χάρισμα έφερνε στο νου κάτι από το σύμπαν του Κουν, από τη δική του ευγένεια. Στους αισχυλικούς «Πέρσες», έργο άλλης ηθικής και πολιτικής βαρύτητας, η ίδια ποιότητα δεν αρκεί. Εκτός από το στήσιμο χρειάζεται ένα μήνυμα που να γίνεται πράξη θεάτρου. Χωρίς άλλο περιεχόμενο, η παράσταση βυθίζεται στη δυσπραγία της μετά την πρόσκαιρη πρώτη εντύπωση. Οσο για τους ηθοποιούς και τον Χορό, νομίζω ότι, ακάλυπτοι καθώς είναι, φτάνουν κάποια στιγμή να υποκρίνονται την υποκριτική τους: Ατοσσα η Ρένα Κυπριώτη, Αγγελιοφόρος η Τάνια Παλαιολόγου, Δαρείος ο Ανδρέας Καρακότας, Ξέρξης ο Βασίλης Σπυρόπουλος.
Στους «Κρήτες» τα πράγματα οδηγούνται από μόνα τους στο σωματικό θέατρο. Και αυτό γιατί καθώς απουσιάζει ο κορμός του αρχαίου κειμένου -ελάχιστοι μόνο στίχοι έχουν διασωθεί- το κενό καλύπτεται με τη γλώσσα του σώματος, με την εκτόνωση των κρυφών απωθημένων του.
Πάνω στο μύθο της Πασιφάης, που ζευγαρώνει με ταύρο και γεννά τον Μινώταυρο, ο Ευριπίδης δημιουργεί ένα έργο για την αποθέωση του πάθους, αλλά και για τη θέση της γυναίκας στο κέντρο της ανθρώπινης απαντοχής και στο περιθώριο της ανδρικής εξουσίας. Αυτοί οι «Κρήτες» -το χνάρι τους μάλλον- παρουσιάστηκαν με την επιμέλεια του Γιώργου Σαμπατακάκη και την οπτική του Γιώργου Ζαμπουλάκη σαν μέρος ενός μυητικού τελετουργικού για την απόκρυφη γυναικεία σεξουαλικότητα.
Επί σκηνής, γυναικείες μορφές σπαράζουν καταλυμένες με φράσεις του οίστρου και της ενοχής, ενώ ανδρικές ζωόμορφες παρουσίες περικυκλώνουν τελετουργικά την Ορχήστρα, χτυπώντας γύρω τους τα τύμπανα του αρσενικού πόθου. Η παράσταση μοιάζει, αντί να ανεβάζει το ίδιο το έργο ή τα κατάλοιπά του, να οδηγείται πίσω στην πηγή, στο έναυσμα. Και αυτό, με όλα τα σύγχρονα ανθρωπολογικά και ψυχαναλυτικά εργαλεία, με τη συνδρομή άλλων μύθων, όπως του Ικαρου, αλλά και με την πλαισίωση μιας πλατιάς ποιητικής αναλογίας.
Και εδώ η φόρμα μαζί με το θεωρητικό μέρος -που ακούστηκε με τη φωνή του Σταύρου Τσακίρη σαν ο προαγώνας της παράστασης- βαραίνουν πολύ. Είναι αλήθεια πως στην πράξη μόνο ένα μέρος -φοβάμαι μικρό- από αυτό το φορτίο μπορεί να μεταδοθεί. Το χειρότερο είναι πως σε αρκετούς το πράγμα έμοιαζε να κινείται στην τροχιά του Τερζόπουλου, σημείο κακό για μια νεανική απόπειρα που διεκδικεί ταυτότητα και στίγμα. Στο σύνολό της όμως η πρόταση του Ζαμπουλάκη διέθετε ρυθμό και επιβλητικότητα. Θετικό επομένως το αποτέλεσμα, ιδίως αν συνυπολογίσουμε το καθαρό κέρδος από την προσέγγιση ενός άγνωστου και ακανόνιστου έργου του Ευριπίδη. Ανάμεσα στους συντελεστές διακρίνουμε τον Μινώταυρο του Μιχάλη Πανάδη και την Πασιφάη της Χρυσάνθης Δούζη, μαζί βέβαια με τα σημαίνοντα προσωπεία του Θάνου Βόβολη.*
No comments:
Post a Comment