Ο σπάνια παιζόμενος "Ηρακλής Μαινόμενος" του Ευριπίδη είναι μια από τις πιο αινιγματικές Τραγωδίες. Ο Ευριπίδης πλέκει, επάνω στον μύθο της καθόδου του Ηρακλή στον Άδη, ένα ιδιότυπο, τουλάχιστον για τα σημερινά μας μέτρα και κριτήρια, γεμάτο ανατροπές δράμα, με σενάριο σχεδόν εφιαλτικό.
"Ηρακλής μαινόμενος" του Μιχ. Μαρμαρινού
Αν όλα αυτά μας φαίνονται παράδοξα και ίσως υπερβολικά, είναι επειδή το "κλειδί" αυτού του δράματος έχει πιθανότατα χαθεί. Ο Ευριπίδης μάλλον σχολιάζει, κατά την προσφιλή τακτική του, τραγωδίες χαμένες ή σωζόμενες άλλων ποιητών. (Εδώ διαπιστώνουμε μια εκλεκτική συγγένεια με τον "Αίαντα" του Σοφοκλή.) Εκείνο που δεν αμφισβητείται είναι το διαχρονικό πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει: Ο "εκπολιτιστής" των αγρίων και των βαρβάρων, μπορεί να κρύβει μέσα του, την ίδια στιγμή, έναν άγριο, βάρβαρο, υποψήφιο μανιακό σφαγέα και δολοφόνο! Όπως επίσης δεν αμφισβητείται η επίδραση επάνω στο έργο της σοφιστικής. Και εδώ, όπως σε άλλες τραγωδίες του, ο Ευριπίδης ασκεί δριμεία κριτική στην παραδομένη αντίληψη της παντοδυναμίας των θεών και της αδυναμίας των ανθρώπων να αντιδράσουν στα όποια σχέδιά τους (βλ. τον τελευταίο μονόλογο του Ηρακλή, στ. 1.340-1.393).
Την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός δεν την παρακολούθησα στην Επίδαυρο, στον χώρο για τον οποίο είχε σχεδιαστεί, αλλά στο θεατράκι του "Αττικού Άλσους" και στο πλαίσιο του "Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος Αθήνας", του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων. Έτσι δεν είδα το λεωφορειάκι που έφερνε τους ηθοποιούς του "θεάτρου μέσα στο θέατρο" στην παράσταση της Επιδαύρου. Αυτό το "Αγγελοπουλικό" εύρημα από τον κινηματογραφικό "Θίασο", εδώ παραλείφθηκε για λόγους τεχνικούς. Είδα μόνο τους ηθοποιούς του "θιάσου εν θιάσω", με τις βαλίτσες, που έφταναν πεζή στο θέατρο. Στον "Θίασο" του Αγγελόπουλου, ο μύθος των Ατρειδών ήταν ενσωματωμένος τραγικά στο ματωμένο παιχνίδι που έπαιζε όλη η αγωνιζόμενη Ελλάδα, τότε, στην κατοχή και στον εμφύλιο. Στην ταινία του Αγγελόπουλου παρακολουθήσαμε το ταξίδι ενός περιπλανώμενου λαϊκού θιάσου της πείνας, μέσα σε ένα ασύντακτο μορφικά τοπίο μιας άλογης φρίκης. Στην παράσταση του Μαρμαρινού, παρακολουθούμε την επίσκεψη ενός περιοδεύοντος "μοντέρνου" χορευτικού θιάσου, α λα Πίνα Μπάους, μέσα στο μορφικά συντεταγμένο τοπίο μιας φρίκης οπωσδήποτε έλλογης... Θέλω να πω ότι πρόκειται για την πιο απελπισμένη τραγωδία του Ευριπίδη, για ένα "βάρβαρο", σπαραγμένο κομμάτι θεάτρου, που αιμορραγεί και "δεν λέγει, αλλά σημαίνει". Που αντιστέκεται με πείσμα σε όλες τις προσπάθειες εκλογίκευσης ή εξημέρωσής του διά της "θύραθεν" ερμηνείας. Κινδυνεύει να μείνει αδικαίωτο. Περισσότερο μάλλον σαν ένα καταιγιστικό "θέατρο σκληρότητας" ή σαν ένας άγριος, βάρβαρος οιωνός μπορεί να λειτουργήσει σήμερα στη σκηνή.
Εν τούτοις, η σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού, προσεγγίζοντας αυτό το "Δράμα των Εσχατιών" του τελευταίου των τραγικών, μέσα από τη σκοπιά και με το ύφος ενός... καυκασιανού παραμυθιού που αμάρτησε, καταφέρνει να δώσει, αν όχι το ρίγος της τραγωδίας, τουλάχιστον ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα.
Η Καρυοφιλλιά Καραμπέτη, πάντα λάμπουσα ό,τι κι αν κάνει, δίνει μια αφηρημένα λυρική, προσωπική εκδοχή της γυναίκας του Ηρακλή, Μεγάρας, έστω και εάν φέρνει τον ρόλο κοντά σε μια ηρωίδα - ηγερία Στριντμπεργκικού παραμυθοδράματος. Ο Μηνάς Χατζησάββας (πατέρας του Ηρακλή, Αμφιτρύων) έχει όλη την ουσία στο άκρως λιτό του παίξιμο, και ο Νικος Καραθάνος πειστικά αποδίδει ό,τι του ζήτησαν: έναν λαβωμένο Ηρακλή - λαϊκό παλαιστή των δρόμων! Η Στεφανία Γουλιώτη και η Θεοδώρα Τζήμα φτιάχνουν δύο πολύχρωμες εικαστικές "ποπ" αντιεκδοχές της πεταλούδας - Ίριδας και της πανκ - Λύσσας. Ο Γιώργος Γάλλος (Λύκος) και ο Θοδωρής Αθερίδης (Θησέας) μένουν εκτός του κύκλου των τραγικών προσώπων, ημιφωτισμένοι στη σκιά του. Ο χορός των "γερόντων" (χορογραφία του Κων. Ρήγου), θα "έντυνε" εξίσου αποτελεσματικά, έχω την εντύπωση, μια νεοτερική προσέγγιση ενός από τα ύστερα δράματα του Σαίξπηρ. Με καλλιέπεια τα σύγχρονα κοστούμια (Κένι Μακ Λέλαν), τα σκηνικά (Ελένη Μανωλοπούλου), και οι φωτισμοί (Τόμας Γουόλγκρεϊβ). Μου άρεσε τα "α λα Μπρέγκοβιτς" αγχώδες της μουσικής του Καμαρωτού. Η μετάφραση (του Γιώργου Μπλάνα και του σκηνοθέτη) έχει σφρίγος.
No comments:
Post a Comment