Τουλάχιστον κανείς σας δεν
μπορεί να ισχυριστεί ότι έφτασε στη Στέγη απροετοίμαστος. Η πιο
επιτυχημένη πιθανόν αφίσα των τελευταίων δεκαετιών για το ελληνικό
θέατρο είχε ήδη φροντίσει να διασπείρει σε στάσεις λεωφορείων και
τερματικούς σταθμούς τον απροσδιόριστα επιθετικό, ανατρεπτικό και βέβηλο
χαρακτήρα της πρότασης του Νίκου Καραθάνου για τον κλασικό
«Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ. Κι όμως, όταν στο τέλος, μετά δυόμισι ώρες
βομβαρδισμού ευρημάτων και ανατροπών το κοινό έπρεπε να χειροκροτήσει,
ήταν πολύ φανερό πως υπήρχαν ακόμη θεατές που δεν ήξεραν όχι μόνο αν
τους άρεσε η παράσταση, αλλά ούτε και το τι τελικά παράσταση είδαν.
Οι περισσότεροι βέβαια έσπευσαν να συνδέσουν τον «Βυσσινόκηπο» με την περίφημη πια «Γκόλφω». Είναι εξάλλου προφανές: ο ίδιος περίπου θίασος, με το ίδιο ύφος συλλογικής δράσης και της εξηρμένης από το σύνολο ατομικότητας, να παίζει πάνω στην ίδια πάνω-κάτω παλέτα χρωμάτων. Ο ίδιος μαύρος εξπρεσιονισμός, η ίδια τάση διόγκωσης έως και υπερβολής στις ερμηνείες. Και για επιστέγασμα, η ίδια υπερρεαλιστική διάθεση που σε κάνει να μείνεις άφωνος άλλοτε με το εύρημα, άλλοτε με το θάρρος κι άλλοτε με το αλλοπρόσαλλο του πράγματος.
Τα λέω αυτά για να δείξω ότι αυτό που κάνει τώρα ο Καραθάνος δεν είναι κάποια βελούδινη επανάσταση, μια σοφιστικέ επιτήδευση πρωτοπορίας, αναίμακτη πρωτοβουλία. Θέλει κότσια, τρέλα, μπόλικο θράσος, θέλει ασφαλώς αλαζονεία, και θέλει και μεγάλη κούραση από το περιβάλλον που ανέθρεψε τον καλλιτέχνη. Ενώ οι περισσότεροι θα επιζητούσαν κάποιο νέο Βυσσινόκηπο, ο Καραθάνος αναζητεί έναν νέο Τσέχοφ. Σαν να λάθεψαν οι παλιοί, σαν να κούρασαν οι παλιοί, σαν οι παλιοί να μην είναι πια αρκετοί.
Εδώ, ο Καραθάνος τολμά να διαλύσει εξαρχής τη φόρμα. Από το μηδέν σχεδόν. Για να είμαστε ακριβείς, αυτό που βλέπουμε δεν είναι κάποιον σκηνοθέτη να ανεβάζει «Βυσσινόκηπο», αλλά έναν ολόκληρο θίασο. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, όχι την παράσταση με την απίθανη διανομή, τις σκάντζες, τις προσθαφαιρέσεις και μεταθέσεις των ρόλων, αλλά ούτε καν την αφίσα δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ρώτησαν τον Καραθάνο γιατί ο Μίκυ είναι… έγκυος. Και αυτός απάντησε: γιατί δύο κοπέλες από τον θίασο έτυχε να είναι σε ενδιαφέρουσα όταν ξεκίνησαν οι πρόβες!
Αυτό είναι όμως το πρώτο βήμα. Ακολουθούν κι άλλα. Για παράδειγμα, με τα αυτιά του Μίκυ στο κεφάλι και τον ελέφαντα στη μέση της σκηνής, με το σκοτεινό αμπρί να δεσπόζει (με τα σκηνικά της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου η σκηνογραφία επιστρέφει στο θέατρό μας), δύσκολα θα κατανοήσουμε τα πρόσωπα σαν εκπρόσωπους της εποχής, δύσκολα θα τα εντάξουμε σε ένα ιστορικό περιβάλλον. Αυτός ο νέος, υπερρεαλιστής Τσέχοφ, το πειρακτήρι αυτό, μας οδηγεί σε κάτι άλλο. Το ζητούμενο τώρα είναι το τέλος της αθωότητας, η βίαιη ενηλικίωση, το τέλος του παιχνιδιού που έρχεται πάντα με τη μορφή του φόβου και της ενοχής.
Ο Καραθάνος έδωσε τον «Βυσσινόκηπο» σαν παραβολή για τη χαμένη γενιά των αθώων και μοιραίων. Που εγκλωβίστηκαν σε μια ηλικία, στην αφέλεια και τη διαρκή φυγή της. Μη φοβάστε λοιπόν καθόλου αν τους βλέπετε σαν αγαθούς ή μικρά παιδιά, τρελούς ή χαμένους, αν ακούτε το χιούμορ τους να γίνεται πολλές φορές άτσαλο ή και σαχλό. Τέτοιοι είναι.
Να είμαι ειλικρινής; Είναι δύσκολο να κριθούν οι ηθοποιοί της ομάδας σε κάτι που βρίσκεται τόσο εκτός του μέτρου και του αναμενόμενου. Με τα γνώριμα ρεαλιστικά σταθμά του Τσέχοφ, ερμηνείες όπως της Εμιλυ Κολιανδρή ή του Χρήστου Λούλη μοιάζουν αλλοπρόσαλλες, αν και τόσο ανανεωτικές. Σαν σύνολο οι ηθοποιοί μπόρεσαν να μεταδώσουν μια αίσθηση κοινού πεπρωμένου, μια ατμόσφαιρα συλλογικής ευθύνης. Είναι μια αληθινή ομάδα που έχει δεθεί πάνω στη σκηνή, έτσι ώστε κανείς να μη μένει ποτέ μόνος ή γυμνός. Και κάτι ακόμα: έδωσαν από κοινού αληθινά την εντύπωση ότι παίζουν σε κωμωδία όχι του «μέσα θεάτρου», αλλά του «έξω κόσμου». Είναι το βάρος μιας αβάσταχτης ελαφρότητας που έρχεται να μας κατακλύσει μετά την παράσταση, σαν δεύτερη σκέψη.
Οι περισσότεροι βέβαια έσπευσαν να συνδέσουν τον «Βυσσινόκηπο» με την περίφημη πια «Γκόλφω». Είναι εξάλλου προφανές: ο ίδιος περίπου θίασος, με το ίδιο ύφος συλλογικής δράσης και της εξηρμένης από το σύνολο ατομικότητας, να παίζει πάνω στην ίδια πάνω-κάτω παλέτα χρωμάτων. Ο ίδιος μαύρος εξπρεσιονισμός, η ίδια τάση διόγκωσης έως και υπερβολής στις ερμηνείες. Και για επιστέγασμα, η ίδια υπερρεαλιστική διάθεση που σε κάνει να μείνεις άφωνος άλλοτε με το εύρημα, άλλοτε με το θάρρος κι άλλοτε με το αλλοπρόσαλλο του πράγματος.
- Ομοιότητες με Κιτσοπούλου
Τα λέω αυτά για να δείξω ότι αυτό που κάνει τώρα ο Καραθάνος δεν είναι κάποια βελούδινη επανάσταση, μια σοφιστικέ επιτήδευση πρωτοπορίας, αναίμακτη πρωτοβουλία. Θέλει κότσια, τρέλα, μπόλικο θράσος, θέλει ασφαλώς αλαζονεία, και θέλει και μεγάλη κούραση από το περιβάλλον που ανέθρεψε τον καλλιτέχνη. Ενώ οι περισσότεροι θα επιζητούσαν κάποιο νέο Βυσσινόκηπο, ο Καραθάνος αναζητεί έναν νέο Τσέχοφ. Σαν να λάθεψαν οι παλιοί, σαν να κούρασαν οι παλιοί, σαν οι παλιοί να μην είναι πια αρκετοί.
- Λείπει ο Στανισλάφσκι
Εδώ, ο Καραθάνος τολμά να διαλύσει εξαρχής τη φόρμα. Από το μηδέν σχεδόν. Για να είμαστε ακριβείς, αυτό που βλέπουμε δεν είναι κάποιον σκηνοθέτη να ανεβάζει «Βυσσινόκηπο», αλλά έναν ολόκληρο θίασο. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, όχι την παράσταση με την απίθανη διανομή, τις σκάντζες, τις προσθαφαιρέσεις και μεταθέσεις των ρόλων, αλλά ούτε καν την αφίσα δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ρώτησαν τον Καραθάνο γιατί ο Μίκυ είναι… έγκυος. Και αυτός απάντησε: γιατί δύο κοπέλες από τον θίασο έτυχε να είναι σε ενδιαφέρουσα όταν ξεκίνησαν οι πρόβες!
Αυτό είναι όμως το πρώτο βήμα. Ακολουθούν κι άλλα. Για παράδειγμα, με τα αυτιά του Μίκυ στο κεφάλι και τον ελέφαντα στη μέση της σκηνής, με το σκοτεινό αμπρί να δεσπόζει (με τα σκηνικά της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου η σκηνογραφία επιστρέφει στο θέατρό μας), δύσκολα θα κατανοήσουμε τα πρόσωπα σαν εκπρόσωπους της εποχής, δύσκολα θα τα εντάξουμε σε ένα ιστορικό περιβάλλον. Αυτός ο νέος, υπερρεαλιστής Τσέχοφ, το πειρακτήρι αυτό, μας οδηγεί σε κάτι άλλο. Το ζητούμενο τώρα είναι το τέλος της αθωότητας, η βίαιη ενηλικίωση, το τέλος του παιχνιδιού που έρχεται πάντα με τη μορφή του φόβου και της ενοχής.
Ο Καραθάνος έδωσε τον «Βυσσινόκηπο» σαν παραβολή για τη χαμένη γενιά των αθώων και μοιραίων. Που εγκλωβίστηκαν σε μια ηλικία, στην αφέλεια και τη διαρκή φυγή της. Μη φοβάστε λοιπόν καθόλου αν τους βλέπετε σαν αγαθούς ή μικρά παιδιά, τρελούς ή χαμένους, αν ακούτε το χιούμορ τους να γίνεται πολλές φορές άτσαλο ή και σαχλό. Τέτοιοι είναι.
- Αλλοπρόσαλλες, αλλά ανανεωτικές ερμηνείες
Να είμαι ειλικρινής; Είναι δύσκολο να κριθούν οι ηθοποιοί της ομάδας σε κάτι που βρίσκεται τόσο εκτός του μέτρου και του αναμενόμενου. Με τα γνώριμα ρεαλιστικά σταθμά του Τσέχοφ, ερμηνείες όπως της Εμιλυ Κολιανδρή ή του Χρήστου Λούλη μοιάζουν αλλοπρόσαλλες, αν και τόσο ανανεωτικές. Σαν σύνολο οι ηθοποιοί μπόρεσαν να μεταδώσουν μια αίσθηση κοινού πεπρωμένου, μια ατμόσφαιρα συλλογικής ευθύνης. Είναι μια αληθινή ομάδα που έχει δεθεί πάνω στη σκηνή, έτσι ώστε κανείς να μη μένει ποτέ μόνος ή γυμνός. Και κάτι ακόμα: έδωσαν από κοινού αληθινά την εντύπωση ότι παίζουν σε κωμωδία όχι του «μέσα θεάτρου», αλλά του «έξω κόσμου». Είναι το βάρος μιας αβάσταχτης ελαφρότητας που έρχεται να μας κατακλύσει μετά την παράσταση, σαν δεύτερη σκέψη.
No comments:
Post a Comment