Της Ελευθερίας Ράπτου, Η ΑΥΓΗ: 08/04/2012
Το Β' Θεατρολογικό Συνέδριο κατάφερε να αναδείξει τον σύνθετο χαρακτήρα της θεατρολογικής έρευνας και της θεατρικής πρακτικής στη χώρα μας, ενώ συγχρόνως έθεσε τις βάσεις για νέες ερευνητικές αναζητήσεις
Στην ελληνική επικράτεια διαμορφώνεται μια καινούργια ανθρωπογεωγραφία. Η μαζική μετανάστευση έχει δημιουργήσει ένα νέο χάρτη, τόσο αξιολογικό όσο και ιεραρχικό, ο οποίος ακουμπά πάνω στο βιωμένο αστικό, κυρίως, τοπίο και το επανακαθορίζει. Ο «εθνικός» χώρος παύει να είναι κάτι στεγανό και σαφώς ορισμένο. Καθίσταται τυχαίος κόμβος στο υπερεθνικό χωροδικτύωμα της παγκοσμιοποίησης και της ιδεολογικής και οικονομικής τάξης πραγμάτων που τη συνοδεύει. Η Ελλάδα, ως χώρα υποδοχής μεταναστών, ως ενδιάμεσος σταθμός, αλλά και ως αφετηρία για την περιπλάνηση, καθίσταται ένας τόπος υπερεντατικός, που «φιλοξενεί» τις πολυπολιτισμικές ροές, αδυνατώντας συχνά να τις διαχειριστεί ή να τις αφομοιώσει.
Ο μετανάστης και ο πρόσφυγας είναι οι ανθρώπινες εικόνες, οι «παράπλευρες απώλειες», οι «παρενέργειες» της νεοφιλελεύθερης θεώρησης όπου η εργασία, η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια κηδεμονεύονται από την ευκαιριακή εργασιακή χρησιμότητα και την αβεβαιότητα της επιβίωσης. Τα προσωπικά και συλλογικά δράματα που προκύπτουν αποτελούν, νομοτελειακά σχεδόν, την πρώτη ύλη για την τέχνη και ιδιαίτερα το θέατρο, με στόχο, αφενός, την καλλιτεχνική αναγωγή και, αφετέρου, τη μεταφορά της αισθητικά διυλισμένης εμπειρίας πίσω, στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Στο οριακό τοπίο των ποικίλων διαδράσεων, το Β' Θεατρολογικό Συνέδριο που διοργανώθηκε από τον Πανελλήνιο Επιστημονικό Σύλλογο Θεατρολόγων, στο Ινστιτούτο Γκαίτε (28-31 Μαρτίου), με την υποστήριξη των Πανεπιστημίων Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Πελοποννήσου, αλλά και της Διεθνούς Αμνηστίας, κατάφερε να πιάσει τον παλμό της νεοελληνικής κοινωνίας και μάλιστα να συγχρονίσει το επιστημονικό ζητούμενο με την παρούσα πολιτική και κοινωνική διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος στην Ελλάδα. Ο τίτλος του συνεδρίου: «Μετανάστες και πρόσφυγες στη σύγχρονη δραματουργία και τη σκηνική πράξη» δηλώνει με σαφήνεια τις επιστημονικές προθέσεις και τη διαχρονικά "ανεξίθρησκη" θέση του κόσμου του θεάτρου, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία.
Στις τέσσερις μέρες που διήρκησαν οι συνεδρίες του παρουσιάστηκαν ερευνητικές εργασίες, εκπαιδευτικές δράσεις και καλλιτεχνικές αναζητήσεις και πρακτικές, που διερευνούν με ποικίλα εργαλεία και από διαφορετικές οπτικές το ζήτημα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς. Αναλυτικότερα, οι θεματικοί κύκλοι των εισηγήσεων περιλάμβαναν, αρχικά, ζητήματα ταυτότητας, ετερότητας και διαπολιτισμικότητας, καθώς και ερωτήματα για τον ρόλο του θεάτρου ως βασικού εργαλείου κοινωνικής παρέμβασης. Στη συνέχεια, εξετάστηκαν θέματα που αφορούν την έννοια του εξόριστου στην παγκόσμια δραματουργία, τις σύγχρονες σκηνικές προσεγγίσεις και εφαρμογές. Ακολούθως, οι εισηγήσεις εστίασαν περισσότερο στον ρόλο του θεάτρου στην εκπαίδευση και ειδικότερα στη δυναμική του θεάτρου ως μέσου για την ένταξη των παιδιών μεταναστών στο σχολικό περιβάλλον, αλλά και ως το μάθημα στο οποίο η εμπειρία του ξένου μπορεί να αμβλύνει και να εξορθολογίσει τις διαπολιτισμικές αντιφάσεις. Την τελευταία μέρα διεξαγωγής του συνεδρίου παρουσιάστηκαν ακόμα δύο θεματικές ενότητες: Η μία αφορούσε το ελληνικό θέατρο της διασποράς, ενώ η δεύτερη εστίασε στην εικόνα και τη σημασία του πρόσφυγα και του μετανάστη στη νεοελληνική δραματουργία, αναδεικνύοντας (και αποδεικνύοντας) το διαχρονικό και εντατικό προβληματισμό του νεοελληνικού θεάτρου για το πολυδιάστατο ζήτημα της μετάβασης σε άλλο τόπο και σε άλλους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς σχηματισμούς. Επιπρόσθετα, οι παράλληλες δράσεις του συνεδρίου (δρώμενα, θεατρικές παραστάσεις και εργαστήρια), προσέδωσαν στο εγχείρημα ολιστικό χαρακτήρα.
Το Β' Θεατρολογικό Συνέδριο κατάφερε να αναδείξει τον σύνθετο χαρακτήρα της θεατρολογικής έρευνας και της θεατρικής πρακτικής στη χώρα μας, ενώ συγχρόνως έθεσε τις βάσεις για νέες ερευνητικές αναζητήσεις. Κυρίως, όμως, δηλώθηκε εμφατικά η σπουδαιότητα του θεάτρου για τον κοινωνικό αναστοχασμό, τον πολιτιστικό σχεδιασμό και την εκπαιδευτική πολιτική, όπως και πόσο διαχρονικά άστοχες και πολιτικά ολέθριες είναι οι κυβερνητικές πρακτικές που υποβιβάζουν τη θεατρική παιδεία στη χώρα μας και αντιμετωπίζουν το θέατρο ως πολυτέλεια και όχι ως κοινωνική αναγκαιότητα, ως «ανεπιθύμητο» μετανάστη στη γενέθλια χώρα και όχι ως ιδρυτική συνιστώσα της κοινωνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας.
* Η Ελευθερία Ράπτου είναι θεατρολόγος, ΜΑ Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
No comments:
Post a Comment