Στο Μέγαρο Μουσικής
Σε κάθε περίπτωση, οι αθηναϊκές παραστάσεις, όπως και εκείνες στην Ισπανία που προηγήθηκαν, δικαίωσαν την παραγωγή της ταλαντούχου ομάδας, που, υπό την ευρέως γνωστή επωνυμία La Fura dels Baus, έχει ήδη στο διόλου ευκαταφρόνητο ενεργητικό της μια βαγκνερική Τετραλογία από τις επιτυχέστερες των τελευταίων ετών. Το ανέβασμα στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» (13.03.2012) διακρίθηκε από υψηλό βαθμό επαγγελματισμού στην πραγμάτωσή του: με αφετηρία ένα αποκρουστικό σκηνικό, κατόρθωσε να οικοδομήσει ένα αποτέλεσμα με αισθητικό στίγμα και εντυπωσιακά ταμπλώ βιβάν. Επιστέγασμα η μαρξιστικά ερυθρόμορφη σκηνή του φινάλε με τα αντιμαχόμενα πανώ των συνθημάτων της σήψης και της κάθαρσης.
Με την έννοια αυτή οι προικισμένοι δημιουργοί επέτυχαν ένα διπλό επίτευγμα: από τη μια να μην αμφισβητήσουν τη διδακτικιστική φόρτιση του κειμένου και, από την άλλη, όπως αντίστοιχα και στον Βάγκνερ τους, να επενδύσουν σε έναν ανανεωτικό συντηρητισμό, προσφιλή στο κοινό μετά την αναχωρητική κακοποίηση των έργων που συχνά συντελείται μπρος στα μάτια του. Πρόκειται για ένα είδος σκηνοθετικού εκλεκτικισμού, με ευφυή ευρήματα, χωρίς ανατρεπτικές αναχωρήσεις από τα ιστορικά δεδομένα αναφοράς του έργου.
Οι σποραδικές αναβιώσεις της όπερας συνδέονται, ωστόσο, κυρίως με τη διαθεσιμότητα εξαιρετικών αδόντων ηθοποιών. Στην ελληνική παρουσίαση της παραγωγής τη χαρισματική Measha Brueggergosman ως Τζέννυ Χιλλ διαδέχθηκε η ωχρή Elzbieta Szmytka, που δεν κατόρθωσε ούτε φωνητικά ούτε χαρακτηρολογικά να προβάλει τις αξιακές προτεραιότητες μιας Λούλου που διατρέχουν την κυνική και παθητική αυτή εταίρα. Πλάι της ο φωνητικά μυώδης και εύφωνος Τζιμ Μαχόνυ του τενόρου Franco Farina, με την ισχύ προβολής ενός από τους λιγοστούς Οθέλλους της εποχής μας, και η Λεοκάντια Μπέγκμπικ της Jane Henschel, της μόνης ίσως από τους πρωταγωνιστές που λειτούργησε αιχμηρά ως σκηνική περσόνα.
Τη διανομή συμπλήρωναν αξιομνημόνευτα ο τενόρος Donald Kaasch ως Φάττυ, οικείος από τις ασφαλείς πτήσεις του στη φονικά υψηλή περιοχή γραφής του Στράους για τους τενόρους, ο Huub Claessens ως Μωυσής Τριάδας και ο Philip Sheffield ως Τζακ και Τόμπυ. Η ελληνική παρουσία περιορίσθηκε στον Χάρη Ανδριανό και τονΤάσο Αποστόλου, γνωστούς για τη σταθερά αξιόπιστη αποτελεσματικότητά τους, καθώς και στα 5 κορίτσια του Μαχαγκόνυ (αλφαβητικά Στελίνα Αποστολοπούλου,Άρτεμις Μπόγρη, Μελίνα Πασχαλίδου, Ρόζα Πουλημένου, Κατερίνα Ρούσσου καιΜαργαρίτα Συγγενιώτου).
Η μουσική διεύθυνση του Νίκου Τσούχλου, επικεφαλής της χορωδίας και τηςΕθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ, έδωσε έμφαση στη λόγια παρουσίαση της μουσικής, ευπρόσδεκτη ίσως στο πλαίσιο ραδιοφωνικής ακρόασης, αλλά ελάχιστα υποστηρικτική του επί σκηνής δρωμένου και του άβολου σαρκασμού που διαπερνά αυτή την ιδιαίτερα φορτισμένη γραφή. Όσο για το αισθητικά αλλά και από πλευράς κειμένων και φωτογραφικού υλικού εξαίρετο συνοδευτικό τεύχος, την έκδοση του οποίου χορήγησε η Εθνική Τράπεζα, επανέρχεται η ένστασή μας για τις τόσο προφανώς ανοικονόμητες διαστάσεις του, τουλάχιστον με όρους αρχειακής φύλαξής του.
Καταληκτικά ο Βάιλ, που, παρεμπιπτόντως, διήλθε απρόθυμα από την τάξη του βαγκνεριστή Έγκελμπερτ Χούμπερτινκ, δεν επέτυχε να επινοήσει παρά ευκαιριακό αντίδοτο στην πολυσύνθετη μαγεία του «συνολικού καλλιτεχνήματος», ίσως γιατί η μαγεία αυτή δεν εξαντλείται σε λωτοφαγία στον απατηλό κήπο της Κούντρυ, αλλά συγκροτεί το απείκασμα μιας ανεπανάληπτης -και επίζηλης στην πολυπλοκότητα και το περιεχόμενό της- διαδικασίας.
No comments:
Post a Comment