Με αφορμή την περφόρμανς «Μέσα» του Παπαϊωάννου είχα σχολιάσει (8/5/2011) το φαινόμενο της διάρκειας στο σύγχρονο θέατρο.
Δεν είχα σκοπό να επανέλθω, ωστόσο η άλωση του φετινού φεστιβάλ από παραστάσεις πολύωρες ήταν μια καλή αφορμή για ορισμένα συμπληρωματικά σχόλια, αρχίζοντας με μία διευκρίνιση που λέει ότι δεν έχουμε το copyright των μαραθώνιων παραστάσεων. Αν κάποιος αναζητεί αφετηρίες, πρέπει να πάει πίσω, στην αρχαία Ελλάδα, τότε που παρακολουθούσαν θέατρο από το χάραμα μέχρι το βράδυ. Αλλά και στον μεσαίωνα, τότε που ο κόσμος συμμετείχε σε αναπαραστάσεις των Παθών του Χριστού που διαρκούσαν επίσης όλη την ημέρα.
Η σταδιακή επικράτηση του κοσμικού δράματος είναι εκείνη που θα περιορίσει τον χρόνο παράστασης. Ρυθμιστής των αλλαγών θα αποδειχτεί ο προτεσταντισμός, ο οποίος εισάγει ένα νέο εργασιακό ήθος, σύμφωνα με το οποίο η τεμπελιά θεωρείται αμάρτημα, αλλαγή που αναγκάζει τους ανθρώπους του θεάτρου να αναζητήσουν γρηγορότερους τρόπους ψυχαγωγίας, ώστε να μην ενοχλούν με την «οκνηρή» παρουσία τους τους εκκλησιαστικούς κύκλους. Ετσι οι δυο-τρεις ώρες θα καθιερωθούν ως ένας γενικά αποδεκτός χρόνος (τεμπελιάς), θεατρική σύμβαση που θα αποδειχτεί η πλέον ανθεκτική. Θα τη σεβαστούν ακόμη και οι πλέον εγωκεντρικοί σκηνοθέτες, με ορισμένες εξαιρέσεις (βλ. περίπτωση Βάγκνερ).
Τώρα, το ότι υπάρχει αυτή η εντυπωσιακή επιστροφή στις μαραθώνιες παραστάσεις οφείλεται εν πρώτοις στον σταδιακό πολλαπλασιασμό των φεστιβάλ, με αφετηρία τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την άνοδο του τουρισμού. Πολλές πόλεις θα δουν τον θεσμό ως δημιουργική απάντηση στην καταστροφική ψυχολογία του πολέμου, ως πόλο έλξης ξένων επισκεπτών, αλλά και ως μέσον ενίσχυσης της συμμετοχής τού, αποξενωμένου από τις καταστροφές του πολέμου, κόσμου.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η κυριαρχία των μεγάλων σκηνοθετών. Μέχρι και το 1960 περίπου όλα ήταν επικεντρωμένα στον ηθοποιό σταρ. Ομως η εμφάνιση χαρισματικών σκηνοθετών όπως ο Μπρουκ, ο Στάιν, ο Γουίλσον κ.ά. θ' αλλάξει άρδην τα δεδομένα. Η ακτινοβολία, η δύναμη και οι γνωριμίες τους, σε συνδυασμό με τον σταδιακό «θάνατο του συγγραφέα», θα τους δώσουν τη δυνατότητα να δοκιμάσουν και τα πιο απίθανα προσωπικά τους οράματα, με την υποστήριξη εξίσου απίθανων οικονομικών φορέων. Ξαφνικά η πρωτοπορία εμφανίζεται να βαδίζει αγκαλιά με το κατεστημένο, το μόνο που έχει τα χρήματα ν' αντέξει στις απαιτήσεις τους. Βασικό στοίχημα όλων αυτών, η αλλαγή των συνηθειών του θεατή. Θέλουν να τον χαλαρώσουν απέναντι στην πίεση του χρόνου, να τον βάλουν σε έναν άλλο κόσμο. Γι' αυτό και επιλέγουν χώρους μη συμβατικούς, γιατί πιστεύουν πως έτσι δημιουργούν πιο εύκολα το αίσθημα της κοινότητας (κάτι που δεν προσφέρει ένας χώρος παραδοσιακά οργανωμένος και φορτωμένος σημασίες, όπως είναι η μεγάλη σκηνή του Εθνικού λ.χ. ή η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών). Και όλα αυτά μέσα στο κατακαλόκαιρο. Επιλογή διόλου τυχαία. Το καλοκαίρι ο κόσμος είναι πιο δεκτικός, πιο ήρεμος και γενικά κάνει πράγματα που δεν κάνει τον χειμώνα. Διαβάζει ακόμη και ογκώδη μυθιστορήματα (στην παραλία ή αλλού) που απαιτούν διάρκεια. Κατά κάποιον τρόπο, η θερινή χαλαρότητα ενισχύει τη διάθεσή μας να ξαναζήσουμε την εμπειρία μιας συγκροτημένης (και εκτενούς) αφήγησης, κάτι που απαγορεύουν οι ρυθμοί και οι κερματισμένες εμπειρίες του χειμώνα.
Τώρα, αναφορικά με την ετικέτα «μαραθώνια παράσταση», είναι ανακάλυψη των 70s και των 80s. Για την ακρίβεια, πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Αμερική ως μέρος της διαφημιστικής καμπάνιας της επτάωρης λονδρέζικης παράστασης του έργου του Ντίκενς «Nicholas Nickleby» στο Μπρόντγουεϊ. Οι παραγωγοί, για να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεπεράσει τον «φόβο» της διάρκειας, προέβαλαν δυναμικά την ιδέα της παρουσίας, του τι σημαίνει να είσαι κι εσύ εκεί, μέλος μιας κοινότητας, για πολλές ώρες. Ετσι, η διάρκεια από «μπαμπούλας» άρχισε να μπαίνει σιγά σιγά στον χάρτη και στο λεξιλόγιο της λαϊκής ψυχαγωγίας. Με άλλα λόγια, το επίτευγμα των διαφημιστών της παράστασης ήταν ότι πήραν ένα εγχείρημα το οποίο από τη διάρκειά του και μόνο μπορούσε να θέλξει έναν στενό κύκλο θεατών και, εμπλέκοντας την κοινότητα, το έκαναν πιο λαϊκό, πιο αποδεκτό και κατά συνέπεια πιο εμπορικό. Και για ν' αναφερθούμε στα καθ' ημάς, ποιος αλήθεια θα μπορούσε να φανταστεί κάποια χρόνια πριν ότι ένας 12ωρος Νοστογέφσκι θα προκαλούσε τέτοιο συνωστισμό στα ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών; Κι όμως, προκάλεσε! Οπως προκάλεσαν και η Μνουσκίν, ο Βαρλικόφσκι κ.λπ. Και κάτι άλλο σχετικό.
Δεν πρέπει να αγνοούμε και τις άπειρες συζητήσεις στα ΜΜΕ γύρω απ' αυτά τα εγχειρήματα, συζητήσεις που βοηθούν να επιβληθούν στη συνείδηση του κόσμου ως κάτι πολύ ιδιαίτερο. Για παράδειγμα, η «Μαχαμπχαράτα» έγινε θέμα διεθνούς συζήτησης όταν γνωστοποιήθηκαν οι αντιδράσεις των ινδών κριτικών, οι οποίοι κατηγορούσαν τον Μπρουκ ότι εκμεταλλεύτηκε τουριστικά ένα εγχώριο έπος. Το 12ωρο «Civil Wars» (Γουίλσον) έγινε πρωτοσέλιδο όταν ναυάγησε για οικονομικούς λόγους, την τελευταία στιγμή, το ανέβασμά του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες (1984). Η «Τριλογία του Δράκου» (Λεπάζ), ίσως και να μην έφτανε στο ευρύ κοινό εάν δεν δεχόταν τις βίαιες επιθέσεις εκείνων που πίστευαν ότι παρερμήνευσε την κινέζικη κουλτούρα. Προσθέστε σ' αυτά και την πίστη των επενδυτών ότι η διάρκεια μιας παράστασης είναι κάτι το ιδιαίτερο που αξίζει να προσεχθεί και έχετε μια καλή εικόνα.
Αυτά μέχρι και τις αρχές του 2000. Εκτοτε η διάρκεια από ανάγκη θα γίνει μόδα. Κι όταν κάτι γίνεται μόδα, παύει να συγκινεί και να «ιντριγκάρει». Καμιά παράσταση, πλέον, όσο πολύωρη και να 'ναι, δεν αποτελεί είδηση, ακόμη κι αυτή της Αμπράμοβιτς που πέρασε 700 ώρες καθισμένη επί δύο μήνες (άνοιγμα-κλείσιμο) σε μουσείο της Νέας Υόρκης, ακίνητη σε μια καρέκλα (2010). Δεν λέω, πληθαίνουν οι μαραθώνιες παραστάσεις, όμως λίγες πια αξίζουν, λίγες έχουν κάτι καινούριο να μας πουν ώστε να δικαιολογούν τη διάρκειά τους. Το παράδειγμα του φετινού Βαρλικόφσκι με την «(Α)πολλωνία» είναι ενδεικτικό. Αν και έξυπνη παράσταση, από ένα σημείο και μετά μετατράπηκε σε μια απόλυτα εγωιστική περιπέτεια χωρίς ουσία, οπότε έπαψε να είναι αναγκαία. Σχόλιο που θα έκανα και για τις περισσότερες απ' αυτές που είδαμε τα τελευταία χρόνια.
No comments:
Post a Comment