- Ελευθεροτυπία, Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011
- Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Η ευχή μας, κοινός τόπος: Ευχόμαστε κάθε επιτυχία στη συνέχεια της προσπάθειας, που έχει ξεκινήσει με τις ευγενέστερες των προθέσεων και την οποία διευθύνει ο Γιάννης Μαργαρίτης εκ μέρους του Δήμου των Αθηναίων.
Αν και αναγνωρίζουμε από τώρα τα προβλήματα που πρέπει να υπερνικήσει. Μεταξύ άλλων, την κόπωση του κοινού έπειτα από ένα γεμάτο καλοκαίρι, την παραδοσιακή ραστώνη της εποχής, την οποία συνήθως επιλέγουν για την άδειά τους οι επαγγελματίες του χώρου, και βέβαια το μάλλον ακατάλληλο για τις τεχνικές απαιτήσεις τού κάθε φεστιβάλ υψηλών προδιαγραφών θέατρο του Αττικού Αλσους.
Ας ελπίσουμε ότι, όπως συχνά συμβαίνει με τα καλλιτεχνικά, τα όποια μειονεκτήματα θα μετεξελιχθούν σε πλεονεκτήματα και από εκεί, στο Αττικό Αλσος, θα ξεκινήσει ένας γόνιμος διάλογος της παράδοσης με το μέλλον.
Η πρώτη πάντως προσπάθεια κατόρθωσε να σχηματίσει ζωηρή εντύπωση, να κινητοποιήσει ένα ανήσυχο κοινό και να προχωρήσει σε αισιόδοξα συμπεράσματα για τη θέση του αρχαίου θεάτρου, στις νεότερες τουλάχιστον γενιές καλλιτεχνών.
Τρεις παραγωγές, η καθεμιά σε απόσταση από την άλλη ως προς το ύφος, τα επιχειρήματα και τις προθέσεις της, σχημάτισαν ένα αμβλυγώνιο τρίγωνο, που δείχνει ότι ο χώρος που καταλαμβάνει πλέον το αρχαίο δράμα είναι πλατύς και περιπετειώδης. Πράγματι, η διαφορά ανάμεσα στους «Πέρσες» του Αβδελιώδη, τους «Κρήτες» του Ζαμπουλάκη και τους «Επτά επί Θήβας» του Αζά είναι μεγάλη. Ποια οπτική θα επιβιώσει στο μέλλον θα το δείξει η Ιστορία. Εμείς, προς το παρόν, χαιρόμαστε την αντίφαση.
Θα ήθελα ωστόσο να ξεκινήσω αντίστροφα, από την τελευταία παράσταση, από τους «Επτά επί Θήβας» του Ανέστη Αζά και της ομάδας «Projector». Γιατί, όπως πιστεύω, διατηρεί την πιο πειστική θέση απέναντι στο παλιό ερώτημα του πολιτικού θεάτρου: Πάνω σε ποιες βάσεις και με ποιους όρους μπορεί να διεκδικήσει το θέατρο την παρεμβατική σχέση του με τα κοινωνικά δρώμενα; Οι «Επτά» κρατούν στο χέρι μια άκρως ενδιαφέρουσα απάντηση.
Το ενδιαφέρον μας ξεκινά ήδη από την επιλογή του Γρυπάρη και τη γεμάτη από τη χίμαιρα του δημοτικισμού δική του μετάφραση. Πρόκειται όμως για μετάφραση που δεν καλύπτει, αλλά περπατά δίπλα από την παράσταση. Η τελευταία σχολιάζει, άλλοτε τραβιέται και άλλοτε αφήνεται, ώρες ώρες σαν να μαγεύεται με τη γλώσσα και το ήθος του Γρυπάρη. Ο λόγος της επιλογής ξεπερνά τη έμμετρη μουσικότητα του κειμένου. Στηρίζεται στην πιο ειλικρινή, ευγενική σχέση που θα μπορούσε να περιμένει κανείς ανάμεσα στο νέο και την κατάθεση του παρελθόντος. Στηρίζεται στο σεβασμό και το χιούμορ.
Είναι έπειτα ο Χορός της πόλης, που με ένα ντουέτο χορικότητας, δανεισμένο από τις εμπειρίες του σκηνοθέτη στο εξωτερικό, δημιουργούν το φαντασιακό πλαίσιο του έργου. Ο Αζάς είναι μαθητής του Γκότσεφ, που σημαίνει ότι, όπου βλέπουμε το «Χορό», πρέπει να αναγνωρίζουμε με σχετική ασφάλεια το «λαό». Το ότι ο Αζάς κατορθώνει να δημιουργήσει το κλίμα πανικού, φόβου και απόγνωσης, αλλά και όλες τις εκδηλώσεις του όχλου με τα σώματα δύο μόνο ηθοποιών (Σύρμω Κεκέ και Ρόζα Προδρόμου) είναι από μόνο του σημαντικό. Δεν μένει όμως σ' αυτό.
Νομίζω ότι το κορυφαίο σημείο της σκηνοθεσίας του είναι η μετατροπή του λαϊκού αισθήματος, μέσα από το ρυθμό και με τη χρήση των μικροφώνων, σε φωνή δομημένη και ενεργή, που μπορεί να ενσωματώσει τη νομοτέλεια της Ιστορίας. Η παράσταση του Αττικού Αλσους ξεκινά από την πολιτική εκδοχή της τραγωδίας για να καταλήξει στην τραγικότητα της πολιτικής.
Και είναι, τέλος, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές. Ως γνωστόν, οι «Επτά» είναι κτισμένοι πάνω σε ένα επτάπυλο αίνιγμα στρατηγικής και πολιτικής. Ο Αζάς, με τη συνεισφορά των δύο άξιων ηθοποιών του, διαβάζει την ίδια ιστορία σαν άσκηση διατήρησης της εξουσίας σε κατάσταση κρίσης. Ανάμεσα στον Ετεοκλή (Θανάσης Δόβρης) και τον Αγγελο - (διπλό;) «Κατάσκοπο» (Γιάννης Λάζαρης) διεξάγεται ένα παιχνίδι εξουσίας με το ύφος αρχικά τηλεπαιχνιδιού, το οποίο κλιμακώνεται μέχρι την προσωπική διάλυση.
Η ουσία βρίσκεται όχι τόσο στη σωτηρία της πόλης όσο στον τρόπο με τον οποίο ο βασιλιάς μπορεί να συγκρατήσει το λαό ενωμένο γύρω από αυτόν. Κάποια στιγμή, ωστόσο -η κραυγή του ζώου το δείχνει- ο Ετεοκλής μένει μόνος του. Στην τελευταία πύλη -και με αντιμέτωπο τον αδελφό του- κρίνεται όχι τόσο ο ηγέτης μιας πόλης όσο κάποιος μοναχικός πολεμιστής.
Πράγμα βέβαια αδιάφορο για την εξουσία, η οποία αποδεικνύεται δυνατότερη από τους παίκτες της.
Μια άλλη μορφή τυραννίας διαδέχεται την πρώτη και ο πρώην σύμβουλος γίνεται τώρα ο νέος τοποτηρητής των δυνατών. Και ωστόσο ο λαός της Θήβας κρατά το μέλλον στα χέρια του. Σ' αυτόν ανήκει η τελική απόφαση, να ξεκαρφώσει ή να καρφώσει βαθύτερα τις αλυσίδες του. Στην τελευταία σκηνή, οι δύο κόρες ζητούν η καθεμιά για λογαριασμό της το εργαλείο που θα φέρει την ελευθερία ή τη δέσμευση, την υποταγή ή την αντίσταση. Το μέλλον άδηλο, η δυναμική όμως βρίσκεται εδώ, μπροστά στα μάτια μας.
Μια παράσταση νεανική, ζωηρή και πάλλουσα φτάνει τους «Επτά» ώς τον ορίζοντα της πρόσφατης πολιορκίας μας.*
No comments:
Post a Comment