Καμιά άλλη γερμανόφωνη πόλη πλην του Βερολίνου, έδρα του περίφημου θεάτρου του, δεν έχει φιλοξενήσει τόσες πρεμιέρες του Φρανκ Κάστορφ όσες η Βιέννη.
Ο φετινός «Χαρτοπαίχτης» είναι η δέκατη συμπαραγωγή της Φόλκσμπινε με το πολύφερνο βιεννέζικο φεστιβάλ και η πέμπτη θεατρική εκστρατεία του διάσημου (μεσήλικα πλέον αλλά ακόμη πολύ cool) θεατρικού ταραχοποιού στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι, με μια μακριά εκδοχή ενός σύντομου μυθιστορήματος.
Στο μεγαλοπρεπές «Theater an der Wien», οι πεντέμισι ώρες χαρακτηριστικά φασαριόζικου, άσεμνου, αλλόκοτου, μανιακού θεάτρου, από μια ανεξάντλητης ζωτικότητας, στοχοπροσηλωμένη, ομόψυχη ομάδα, σήμαναν μια κορυφαία στιγμή του φεστιβάλ και του Κάστορφ. Η πιο εύθυμη, πιο παιγνιώδης και πιο χαλαρή σκηνοθεσία του εδώ και χρόνια, με έξοχους ηθοποιούς, όπου μπορεί να χάναμε λίγο τη σειρά της ντοστογιεφσκικής ρουλέτας, κερδίσαμε όμως έναν κόσμο.
Μια εκπληκτικά ανάλαφρη και πολυσχιδής περιστρεφόμενη σκηνή από καφασωτό κοντραπλακέ (Μπερτ Νόιμαν) συμβολίζει την ασταμάτητη περιδίνηση της άχρονης και άψυχης μπίλιας της καταστροφής. Στο εσωτερικό της, πίσω από μια τεράστια νέον πινακίδα «Η ζωή είναι θανατηφόρα», φωσφορίζει μια απαστράπτουσα χαρτοπαικτική κόλαση (ορατή μόνο σε βίντεο), στην οποία ο Κάστορφ τοποθετεί τον μικρόκοσμο μιας υστερικά παρακμιακής κοινωνίας τού Rien-ne-va-plus, πολύ θυμίζουσα τον χρηματιστηριακό ίλιγγο των νεοφιλελεύθερων ημερών.
Γραμμένος το 1866 μέσα σε 24 μέρες, όταν ο εθνικός Ρώσος ποιητής έχασε σε καζίνο τού Βίσμπαντεν τα δικαιώματα όλων των βιβλίων του, ο αυτοβιογραφικός «Χαρτοπαίχτης» συνθέτει το ψυχογράφημα ενός ζοφερού τζογαδόρου, αλλά και μιας κοσμοπολίτικης λαμπερής κοινωνίας απατεώνων και χρεοκοπημένων, σε αναμονή ενός πλούσιου θανάτου κάποιου ληξιπρόθεσμου συγγενή. Βροχή από έξυπνες ατάκες και τρελά σλάπστικ πλεγμένα με σινεμά, μπουλβάρ και πολιτικό θέατρο, με υπόκρουση περιπαθή μπλουζ και τούρμπο ροκ εντ ρολ, συνοδεύουν την αβυσσαλέα απληστία και τραγική αναισθησία ανθρώπων υπό διάλυση. Στη μέση του γκροτέσκου «Λας Βέγκας», ο καταδικασμένος έρωτας δύο θυμάτων του τζόγου (φτυστοί Μικ Τζάγκερ/ Μαριάν Φέιθφουλ). Από τις ωραιότερες και πιο αληθινές θεατρικές μεταφορές ερωτικής μοίρας.
Κλιματικές αλλαγές μετά μουσικής
Ο Κρίστοφ Μάρταλερ έχει όμοιο πρόβλημα με τον Κάστορφ. Διαμόρφωσε ένα στιλ που πέρασε στη θεατρική ιστορία και έκανε σχολή. Και τώρα πρέπει να ζήσει με το γεγονός ότι αυτό το στιλ δεν είναι πια τόσο φρέσκο και πρωτότυπο όπως κάποτε. Στη Βιέννη, μέλος επίσης ενός σταθερού κύκλου επίλεκτων προσκεκλημένων, παρουσίασε την τελευταία του παραγωγή «± Subpolares Basislager», προϊόν δίμηνης παραμονής στην πιο απόκεντρη άκρη της Ευρώπης: τη Γροιλανδία, μεγαλύτερο νησί του κόσμου, 80% καλυμμένο με πάγο και με λιγότερους από 60.000 κατοίκους.
Ιχνος από παγωμένα αρκτικά τοπία και έναστρες πολικές νύχτες. Η παράσταση αρχίζει με τη γνωστή ετερόκλιτη ομάδα συν δύο Γροιλανδές ηθοποιούς να σέρνουν κουκουλωμένοι με βαριά άνορακ έναν καταψύκτη (το μόνο γκαγκ ουσίας της βραδιάς) μέσα σε μια τεράστια αφιλόξενη αποθήκη-γυμναστήριο, με πολυθρόνες από δέρμα φώκιας, ένα πιάνο με πιανίστα και μαυροπίνακες για τις διαλέξεις περί κλίματος («φοβόμαστε πως η Βόρεια Θάλασσα θα καταλήξει στις Αλπεις - ή το αντίστροφο...»).
Στις δύο ώρες που ακολουθούν, οι δώδεκα ηθοποιοί βγάζουν βουβές ομιλίες, ξεφυλλίζουν περιοδικά, διαβάζουν σε μικρόφωνα Μπόρχες και Τζορτζ Στάινερ, τραγουδούν εν χορώ Πουρσέλ και Μπραμς, η υπέροχη σοπράνο της παρέας (Ρόζμαρι Χάρντι) άριες του Πουτσίνι (με γροιλανδικούς υπέρτιτλους!), η νεαρή Ινουίτ κοπανιέται με γερμανικούς εκκλησιαστικούς ύμνους ή αφηγείται στη γλώσσα της ιστορίες χωρίς μετάφραση.
Βραδύτητα, επαναληπτικότητα οικείων οπτικών νόνσενς και παράδοξοι μουσικοί συνδυασμοί που δεν ξεκολλούν πόντο από το σημείο μηδέν. Στο τέλος, τη μουσική διαδέχεται ο ήχος από σταγόνες νερού -υπαινικτική αναφορά στην περιβαλλοντική απειλή. Λιγότερες εκπλήξεις, χιούμορ, ποίηση αυτή τη φορά. Οσοι έμειναν μέχρι το τέλος αυτού του υπνοβατικού ταξιδιού, αναρωτιούνταν αν άξιζε τον κόπο η μακρινή εκστρατεία, αφού η χώρα-Μάρταλερ είναι παντού ίδια. Για άλλους, αυτή η υπο-πολική σκηνοθεσία του χαρισματικού Ελβετού, παρά τη δοκιμασία της υπομονής μας απέναντι σε μια στάσιμη κατάσταση «σκοτώματος χρόνου», καταφέρνει το απίθανο: να ζεσταθούμε με πάγο.
Διπλός Σερό
Δύο πρεμιέρες του Πατρίς Σερό σε ένα βράδυ. Ο κορυφαίος Γάλλος σκηνοθέτης ανακαλύπτει τον Νορβηγό Γιον Φόσε στα γαλλικά και στα αγγλικά. Στο μελαγχολικό-υπαρξιακό ρομάντζο «Φθινοπωρινό όνειρο», ένα πρώην ζευγάρι ξανασυναντιέται μετά από χρόνια σε ένα μουσείο (τόπος της παρισινής πρεμιέρας ο Λούβρος!).
Το έργο δεν είναι ιδιαίτερα ερωτικό, όμως ο Σερό τού αποσπά ένα απροσδόκητα αισθησιακό θεατρικό δίωρο. Για άλλη μια φορά, ο ομοφυλόφιλος Σερό αποδεικνύεται άκρως έμπειρος ετερο-σκηνοθέτης (θυμόμαστε το συγκλονιστικό κινηματογραφικό του «Intimacy»). Οταν «Εκείνη» λέει «μπορώ να σε αγγίξω;», εννοεί φυσικά το πέος του. Ετσι «χειροπιαστοί» παραμένουν μέχρι τέλους η γοητευτικά ανασφαλής Βαλέρια Μπρούνο-Τεντέσκι και ο σβησμένος αλλά ακόμη σπινθηρίζων Πασκάλ Γκρέγκορι.
Η πρώτη λέξη της βραδιάς αντηχεί ύστερα από ένα δεκάλεπτο, όπου «Εκείνη» εντοπίζει τον παλιό της έρωτα αλλά τον παρατηρεί από απόσταση. Οταν αυτός ξαπλώνει στο παρκέ για ένα υπνάκο, τον αγκαλιάζει, εκείνος σκαρφαλώνει πάνω της ενστικτωδώς και ξυπνά τρομαγμένος. Η ακόλουθη σεξουαλική εμπλοκή σκηνοθετείται σαν μπαλέτο χειρονομιών, με υπόκρουση καλοδιαλεγμένα pop songs και με σοφιστικέ φωτισμούς, όπως οι πίνακες στους τοίχους του μουσείου. Tres sexy.
Συγκριτικά φτωχό φαντάζει το αγγλόφωνο «Είμαι ο άνεμος», σε μετάφραση Σάιμον Στίβενς, με ηθοποιούς του λονδρέζικου Young Vi. Το σύντομο έργο -γύρω από έναν κουρασμένο από τη ζωή άνδρα που προσπαθεί να εμποδίσει τον κουρασμένο από τη ζωή σύντροφό του να αυτοκτονήσει- έχει τη στεγνή λακωνικότητα του Μπέκετ. Ομως τελικά, παρά την ατμοσφαιρική απομίμηση σκανδιναβικών φιόρδ, ως υποκατάστατο ζωτικής ουσίας (ένας σκηνογραφικός άθλος του Ρισάρ Πεντούτσι), το αποτέλεσμα δεν είναι τόσο επιτακτικό και σκοτεινό όπως το είχε ίσως φανταστεί ο συγγραφέας.
No comments:
Post a Comment