- ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ
- Κυριακή, 26 Αυγούστου 2012 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Φέτος στη Θεσσαλονίκη είδαμε τέσσερις αριστοφανικές κωμωδίες, που είχαν τρία κοινά στοιχεία: α) τη βούλα του Φεστιβάλ της Επιδαύρου, β) τις δάφνες της λαϊκής αποδοχής και γ) γνωστούς τηλεοπτικούς αστέρες στο καστ τους. Δε θα με απασχολούσε το ζήτημα, εάν δεν ήταν η Επίδαυρος στη μέση -υποτίθεται το μεγαλύτερο και γνωστότερο φεστιβάλ της χώρας. Και διερωτώμαι: αυτό είναι το θέατρο που έχουμε να προτείνουμε στους θεατρόφιλους, εγχώριους και ξένους; Θα μου πείτε, οι ξένοι τουρίστες θα πάνε, ούτως ή άλλως, ώς εκεί. Ναι, όμως δε θα πάνε για τις σκηνοθετικές προτάσεις (που θα 'πρεπε να «παίζουν» και αυτές), αλλά για το μνημείο και μόνο. Και αυτό το βρίσκω βαθύτατα ανησυχητικό, ιδίως σε εποχές σαν κι αυτήν που βιώνουμε, όπου αναζητούμε αγωνιωδώς σωσίβιες λέμβους στη θάλασσα του πολιτισμού.
Και για να μην παρεξηγηθώ, να υπογραμμίσω ότι φυσικά δεν έχω τίποτα με τα γνωστά ονόματα που επιστρατεύονται άρον άρον κάθε καλοκαίρι. Οι περισσότεροι είναι ικανότατοι σ’ αυτό που κάνουν και όπως το κάνουν. Το ζήτημα είναι αλλού. Στο γεγονός ότι όλα αυτά τα ονόματα μπορεί να μην εγγυώνται με τη σκηνική τους παρουσία την ποιότητα του εγχειρήματος, εγγυώνται όμως κάτι πολύ πιο σημαντικό: την αναπαραγωγή μιας επίφοβης πραγματικότητας. Πολύ πιο εύκολα το γνωστό όνομα πείθει ως προς το τι είναι «πραγματικό» και τι δεν είναι, από ένα παντελώς άγνωστο. Τι εννοώ; Ο βαθμός (εισπρακτικής) επιτυχίας μιας παράστασης εξαρτάται άμεσα από το κατά πόσο ο θεατής δέχεται ως αυθεντικό τον κόσμο που του προσφέρει. Οταν, δηλαδή, εκτιμά πως αυτό που βλέπει είναι, έστω και κατά προσέγγιση, ό,τι και ο ίδιος γνωρίζει για το τι είναι ή δεν είναι «πραγματικό». Και εδώ ακριβώς «παίζουν» τα γνωστά ονόματα.
Ως έχουν τα πράγματα, οποιαδήποτε καλλιτεχνική έκφραση φιλοδοξεί να είναι εμπορικά βιώσιμη σήμερα, είναι υποχρεωμένη να αναπαράγει εκείνο το μοντέλο της πραγματικότητας που έχουν εν πολλοίς ορίσει τα μίντια. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο όχι απλώς για να δει ένα χαρακτήρα, αλλά πιο πολύ για να δει μια συγκεκριμένη ερμηνεία του χαρακτήρα από ένα συγκεκριμένο άτομο. Πριν από την παράσταση έχει ήδη διαμορφώσει το πλαίσιο της παράστασης, μέσα από τις απόψεις κάποιων άλλων που μερίμνησαν ώστε να του ορίσουν τον ορίζοντα των προσδοκιών του. Δηλαδή, δε διαμορφώνει άποψη για τον όποιο Χαραλαμπόπουλο, Φιλιππίδη ή Καραμπέτη τη στιγμή που τους βλέπει, όπως γινόταν κάποτε με τους μοντερνιστές. Εχει ήδη τοποθετηθεί.
- Επινοώντας πραγματικότητες
Η σύγχρονη θεατρική πρακτική δεν πολυασχολείται με τα χωροχρονικά δεδομένα της σκηνής. Σε αντίθεση με τους νεωτερικούς καλλιτέχνες που τα έδιναν όλα ώστε να ενδυναμώσουν τη μοναδικότητα της θεατρικής εμπειρίας (εδώ και τώρα), οι σύγχρονοι διακινητές (και δέκτες) του θεατρικού προϊόντος αντιμετωπίζουν την επιτελεστική παροντικότητα με τους όρους της «εκθεσιακής της αξία». Κάτω από την καταλυτική επίδραση των ΜΜΕ, ουδείς εμπλεκόμενος επιθυμεί ή κόπτεται για τη μοναδική, την ξεχωριστή εμπειρία. Το επιθυμητό είναι μια κόπια του πραγματικού, μια διαφημισμένη εμπειρία. Το παν είναι η αναπαραγωγή.
- Φαντασιακή δημοφιλία
Η δημοφιλία σήμερα είναι αναπόσπαστα δεμένη με τα κυρίαρχα πολιτιστικά μίντια. Πολλές παραστάσεις δε θα είχαν την πορεία που ξέρουμε, εάν δεν τις προωθούσαν πεισματικά συγκεκριμένοι σταθμοί και εκδοτικά συγκροτήματα. Επίσης, πολλές από αυτές δε θα πετύχαιναν, εάν δε στηρίζονταν σε τηλεοπτικά ονόματα.
Εννοείται ότι δεν είμαι εναντίον των νέων τεχνικών μάρκετινγκ, ακόμη κι όταν καθορίζουν την τύχη ενός καλλιτεχνικού προϊόντος. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι το θέατρο εκείνο που αγνοεί τις εξελίξεις είναι καταδικασμένο στην αποτυχία. Είναι αυτονόητο πως κάθε γενιά επηρεάζεται από τις εμπειρίες της. Και η σημερινή γενιά δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Είναι μια γενιά της οποίας η αντίληψη για το χρόνο και το χώρο είναι ένα μίγμα μίντια, εμπορίου και πληροφοριών. Η αναλογία ανάμεσα στη διαμεσολαβημένη εμπειρία και την αυθεντική είναι σαφώς υπέρ της πρώτης. Ενας σύγχρονος άνθρωπος μπορεί μέσα σε δέκα λεπτά να επισκεφτεί διαδικτυακά τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου, ν’ ακούσει δείγματα μουσικής από τις πέντε ηπείρους, να δει τα καλύτερα γκολ της ποδοσφαιρικής σεζόν στη Βραζιλία. Δηλ. η τεχνολογία βοηθά το άτομο να δημιουργήσει εικονικές κοινότητες, οι οποίες συνιστούν τον οικείο του κόσμο.
Και εκτιμώ πως όλοι αυτοί οι πρωταγωνιστές που φτάνουν στο πλατύ κοινό πρώτα μέσω των εικονοτόπων της τηλεοπτικής τεχνολογίας, ακόμη κι όταν εμφανίζονται live μπροστά σ’ αυτό το κοινό, εκείνο που κυριαρχεί στο τέλος είναι η εικόνα τους κι όχι η πραγματικότητά τους (το εδώ και τώρα της σκηνής). Ο κόσμος που παρακολουθούσε τον Φιλιππίδη να υποδύεται τον αλλαντοπώλη, για παράδειγμα, κατά βάση δεν έβλεπε τον αλλαντοπώλη αλλά κάποια μιντιακή εικόνα του Φιλιππίδη. Ο αλλαντοπώλης, όπως και ο Στρεψιάδης, ο Βλέπυρος, η Κλυταιμνήστρα ποσώς ενδιαφέρουν, τουλάχιστον το πλατύ κοινό. Απλώς, έτυχε να βρεθούν στο δρόμο των πρωταγωνιστών. Ολοι αυτοί οι ηθοποιοί, ανεξάρτητα από το ρόλο, σε κάθε ευκαιρία έδιναν στο κοινό ό,τι περίπου περίμενε απ’ αυτούς (αναγνωρίσιμες γκριμάτσες, γνώριμη κίνηση, οικείες τονικότητες κ.λπ.). Το παίξιμό τους ήταν τέτοιο που με κανέναν τρόπο δε διασάλευε την εικόνα τους μέσα στη φαντασιακή κοινότητα του δέκτη.
Συμπέρασμα: καμιά πραγματικότητα δεν είναι ικανή να σταματήσει την άλλη «πραγματικότητα» που έχουν διαμορφώσει (για μας) οι ελεγκτές της ζωής μας. Ολα θυσία στο βωμό της: ποιότητα, καινοτομία, φρεσκάδα, ξάφνιασμα, τόλμη, όραμα, δημιουργικότητα.
2 comments:
Εύγε κ.Πατσαλίδη! Έχεις απόλυτο δίκιο.
Post a Comment