- «Ορνιθες» του Αριστοφάνη από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, σε απόδοση-σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, στο Ηρώδειο
ΤΟ ΒΗΜΑ: 2/9/2012
Οι δυστυχισμένοι να ακούνε το τρυφερό κελάηδισμα της αηδόνας και να ξεχνάνε τον πόνο τους. Οι άρρωστοι να γίνονται περδίκια, οι πεινασμένοι να πίνουν του πιο εκλεκτού πουλιού το γάλα. Οι εγκλωβισμένοι να βγάζουν φτερά αετίσια και να βουτάνε στα σύννεφα. Τέτοιες είναι οι μαγικές ικανότητες των πουλιών και κανέναν καλύτερο σύμμαχο δεν θα μπορούσε να επιθυμήσει ο άνθρωπος. Ικανότητες που ούτε τα ίδια δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι τις είχαν, μέχρις ότου έφτασε στα μέρη τους ο Πισθέταιρος. Αγανακτισμένος Αθηναίος, φορτωμένος χρέη και μηνύσεις, αποφάσισε με τον φίλο του Ευελπίδη να αναζητήσουν καλύτερη μοίρα στη γειτονιά των αιθέρων, μακριά από τη δυσωδία και την παρακμή της πόλης.
Να φτιάξουν μια νέα πολιτεία, τη Νεφελοκοκκυγία, και να δείξουν σε θεούς και θνητούς πως είναι αξιότεροι όλων, πιο προικισμένοι να κρατήσουν τα σκήπτρα της εξουσίας ακόμη και από αυτόν τον Δία. Με την επιμονή, το πείσμα και τις γοητευτικές υποσχέσεις μεγαλείου που φέρει στις αποσκευές του, ο Πισθέταιρος καταφέρνει να πείσει τα πουλιά ότι αυτά είναι οι εκλεκτοί της πλάσης και το μέλλον τούς ανήκει, αρκεί να εργαστούν σκληρά για να το αποκτήσουν. Να κηρύξουν πόλεμο στους θεούς, να σαμποτάρουν τα ερωτικά ταξίδια τους προς τη γη, να εμποδίζουν την τσίκνα από τις θυσίες να φτάνει στους σωστούς αποδέκτες. Ταυτόχρονα, αν οι άνθρωποι αντιδράσουν σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων, να τους συμμορφώσουν τρώγοντας όλους τους σπόρους και βγάζοντας με τα νύχια τους τα μάτια των προβάτων.
Πολύ έχουν προβληματίσει οι «Ορνιθες» τους μελετητές του Αριστοφάνη: ενώ στα προηγούμενα έργα του («Αχαρνής», «Ιππής», «Νεφέλες», «Σφήκες») έβαζε στο στόχαστρο συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα της αθηναϊκής πολιτικής ζωής, η κωμωδία αυτή του 414 π.Χ. θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία - μια σουρεαλιστική φαντασίωση ανατροπής γεμάτη λυρισμό, χρώματα και πούπουλα. Στο δοκίμιό του με τίτλο «Η Ανατομία του Τίποτα», ο Σέντρικ Γουίτμαν υποστηρίζει ότι οι «Ορνιθες» ασχολούνται με τη δύναμη του λόγου και της ρητορείας να δημιουργούν πραγματικότητες από το τίποτα. Πράγματι, θα έλεγε κανείς, ο Πισθέταιρος πείθει τους άλλους με τα ευρηματικά επιχειρήματά του ότι η πτηνολατρία είναι η νέα θρησκεία. Χτίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα κάστρο στον αέρα και παρασύρει όλους να το αποδεχθούν και να το θαυμάσουν σαν να είχε τα πιο βαθιά θεμέλια.
Η Νεφελοκοκκυγία μετατρέπεται σε ένα είδος «σοφιστοκρατίας», όπου ο Πισθέταιρος έχει την εξουσία να δικαιολογήσει ή να καταδικάσει οποιαδήποτε πράξη, ακόμη και τον εκβιασμό των θεών, βασισμένος στη ρητορεία. Κολακεύει τα πουλιά με τις ιστορίες του, τους φουσκώνει τα μυαλά, αλλά τελικά όλα αυτά τα κάνει όχι για να δημιουργήσει μια δημοκρατική ουτοπία αλλά μια ουτοπική τυραννία.
Εκεί ακριβώς, στον ρόλο του κεντρικού ήρωα δηλαδή, βρίσκεται και η πολιτική διάσταση του έργου, σύμφωνα με τον Ααρον Ερβιν: ο Πισθέταιρος αποδεικνύεται «το αρχέτυπο του απόλυτου δημαγωγού» γράφει∙ «ενώ τα πουλιά τον ακολουθούν πιστεύοντας ότι θα βγουν κερδισμένα, στο τέλος είναι ο Πισθέταιρος που αναδεικνύεται μοναδικός νικητής και τύραννος του σύμπαντος».
Ακόμη και αν το δει κανείς έτσι, το έργο παραμένει αινιγματικό, σύμφωνα με τον Ερβιν. Πώς καλείται το κοινό να ερμηνεύσει τον διφορούμενο θρίαμβο του δημαγωγού στο τέλος του έργου; Πικρή ειρωνεία ή προειδοποίηση για τα χειρότερα; Το ζήτημα των αντιφάσεων στον πυρήνα της κωμωδίας - αυτή η σκοτεινή πλευρά της φαντασίωσης - δεν τίθεται από τον Γιάννη Κακλέα στην παράστασή του. Επιλέγει έναν επίλογο γλυκερό («Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος.
Θα την αλλάξουμε τη ζωή, να το θυμάστε») θεωρώντας πως με αυτόν τον πρόχειρο μανδύα μελό αισιοδοξίας θα διώξει τα σύννεφα. Και η ερμηνεία του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου ως Πισθέταιρου βγάζει την αίσθηση του μέσου ανθρώπου που κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και όχι του χαρισματικού ρήτορα με τις αμφιλεγόμενες φιλοδοξίες και την αμφισβητήσιμη ατζέντα. Ο ηθοποιός μπορεί να κερδίζει το κοινό με τη συμπαθή παρουσία του, υστερεί όμως σε ενέργεια και σε ευελιξία: η μοναδική στιγμή όπου αποκαλύπτει το «άλλο» του πρόσωπο αποδίδεται εν είδει καρικατούρας, δίχως ίχνος απειλής.
Περισσότερο διφορούμενος αποδεικνύεται ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στον ρόλο του φίλου του Ευελπίδη, τον οποίο ερμηνεύει με μια δόση κωμικής σχιζοφρένειας - χαρακτηριστική η στιγμή που «βρίζει» τους θεατές. Χλιαρές εντυπώσεις αφήνουν οι υπόλοιποι ηθοποιοί, με εξαίρεση την Αγορίτσα Οικονόμου, απολαυστική ως Ιρις, κακομαθημένη και λάγνα, με γκουρμέ ορέξεις (η σκηνή της με τον Πισθέταιρο είναι από τις καλύτερες της παράστασης).
Γενικότερα, το δεύτερο μέρος λειτουργεί περισσότερο από το εντελώς άχαρο και αμήχανο πρώτο. Η απόδοση του σκηνοθέτη διακρίνεται για μερικές καλές, ζουμερές στιγμές, η συνολικότερη αίσθηση όμως βομβαρδίζεται από γλυκανάλατα ξεσπάσματα («αυτή η χώρα δεν μ' αφήνει να είμαι η ζωή», «ό,τι πάμε να ονειρευτούμε εσείς το σκοτώνετε») που εκβιάζουν το συναίσθημα και χαλάνε την όρεξη (όπως και τα ανάλογα σκηνοθετικά ευρήματα, βλέπε το ανέβασμα μικρών παιδιών στη σκηνή).
Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μειονέκτημα της παράστασης όμως αποδεικνύεται η αισθητική της. Ενας απωθητικός, πανύψηλος και μισογκρεμισμένος τοίχος, ένας γιγάντιος, ξαπλωμένος πολυέλαιος-σκάλα, και καμιά δεκαριά ξεφτισμένα καθίσματα κινηματογραφικής αίθουσας συνθέτουν το υπερμπουκωμένο, κραυγαλέο σκηνικό (Μανόλης Παντελιδάκης), από το οποίο αναδύονται πάσης φύσεως πουλιά-ψαλιδοχέρηδες, κοστουμαρισμένοι τεχνοκράτες με λάπτοπ, πολύχρωμα παιδιά του δρόμου α λα Σίντι Λόπερ, γυμνασμένα φτερωτά μπαλέτα, η βασίλισσα του πάγου, παιδάκια που τρέχουν, ένα αδιάκοπο πανδαιμόνιο που συνδυάζει τα ασυνδύαστα, από τετριμμένα drag show μέχρι τη μουσική του Χατζιδάκι, ένα eighties υπερθέαμα νυχτερινού κέντρου που πνίγει ηθοποιούς και θεατές μέσα στην αγχωμένη επιδειξιομανία του.
No comments:
Post a Comment