Φροντισμένη παράσταση με «Το χώμα» του Ισπανού συγγραφέα Χοσέ Ραμόν Φερνάντεζ
- Του Σπυρου Παγιατακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24/6/2012
Με το νευρικό βλέμμα των διεθνών αγορών στραμμένο σε εκλογές, σε Ισπανία και Ιταλία, το δικό μου βλέμμα στράφηκε πρόσφατα σε μια ταπεινή αυλή στην πλατεία Λέοντος Αυδή, στην αθηναϊκή λαϊκή συνοικία Μεταξουργείο, όπου παιζόταν ένα σύγχρονο ισπανικό έργο. Η περιοχή Κεραμεικού - Μεταξουργείου δεν είναι ασφαλώς γνωστή ως θεατρική πιάτσα της πρωτεύουσας. Είναι όμως πασίγνωστη, επειδή «φιλοξενεί» το 20%-25% (περίπου 70) του συνόλου των οίκων ανοχής που λειτουργούν στην Αττική.
Σε μια εσωτερική αυλή σε αρχιτεκτονική του μεσοπολέμου, όταν το κτίσμα που έβλεπε στην πλατεία ήταν το «αρχοντικό», ενώ τα μαγαζιά από κάτω και πίσω ήταν τα δωμάτια που νοικιάζονταν ένα ένα, παίχθηκε ένα «συγγενικό» μεσογειακό έργο, τοποθετημένο σε απόμακρο χωριό της Ανδαλουσίας, που είναι μία από τις 17 αυτόνομες περιφέρειες της Ισπανίας και η νοτιότερη της χώρας με κάπου 8 εκατομμύρια κατοίκους. Σαν την Ελλάδα περίπου. Είναι μια περιοχή η οποία «αραβοφέρνει» έντονα με τους μετανάστες της και το σύγχρονο έργο ήταν ως κλίμα και χαρακτήρα πολύ κοντά σ’ εμάς.
Ομως οι ομοιότητες ανάμεσα στην ορθόδοξη Ελλάδα και στην καθολική Ισπανία, στις δύο δηλαδή κοινοτικές χώρες που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης, σταματούν εδώ. Μπορεί η υψηλή ανεργία να μαστίζει και τα δύο κράτη, όμως ενώ η ισπανική οικονομία είναι κυρίως εξαγωγική και το χρέος της φθάνει το 80,9% του ΑΕΠ, το ανάλογο νούμερο σ’ εμάς -με πολύ λιγότερες εξαγωγές- είναι 160,6%.
Το «Χώμα» (La Tierra) του νεαρού (1962) συγγραφέα Χοσέ Ραμόν Φερνάντεζ περιστρέφεται γύρω από έναν αδιευκρίνιστο φόνο χωρίς να είναι όμως καθαρόαιμο θρίλερ. O Fernandez είναι γνωστός για την ενασχόλησή του με το παρελθόν, τις σχέσεις τού τότε με το τώρα. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος τον έχει απασχολήσει αρκετά στα έργα του. Σ’ άλλα πάλι η κριτική του ακόμα και για σημερινές πολιτικές καταστάσεις είναι ιδιαίτερα έντονη. Εχοντας σκηνοθετήσει ο ίδιος θεατρικά του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, είναι φανερά επηρεασμένος από την κάπως ξεπερασμένη μελιστάλαχτη ποίηση του «κλασικού» πλέον Ισπανού συγγραφέα. Κι αυτό φαίνεται έντονα και στο «Χώμα».
Ομως, δεν είναι μόνο η επιρροή του Λόρκα. Στο έργο υπάρχουν πολλά «επικά» ιντερλούδια, δηλαδή εκεί που οι ηθοποιοί «βγαίνουν από τον ρόλο τους» και απαγγέλλουν σχόλια και ντοκουμέντα «ακριβώς όπως κάνει και ο Μπρεχτ» αποστασιοποιώντας έτσι δράση και φερσίματα. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα μπερδεύει αρκετά τον θεατή. Κι αυτό επειδή, αντίθετα με τον Μπρεχτ, τόσο τα ρομαντικά «ποιητικά» όσο και τα «επικά» μέρη απαγγέλλονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στον ίδιο τόνο. Σ’ αυτό φταίει βέβαια η σκηνοθέτις, η Γιολάντα Μαρκοπούλου, η οποία κατά τ’ άλλα έκανε ικανοποιητική δουλειά.
Μετά τον Φράνκο, μετά δηλαδή το 1975, διαμορφώθηκε μια νέα ιστορική αντίληψη για τον κόσμο στην Ισπανία. Τώρα πλέον βρισκόμαστε μπροστά σε μια εικόνα της ανθρωπότητας σε συνεχή διαμόρφωση. Τη γόνιμη αυτή αλλαγή την αντιλαμβάνεται κανείς παρακολουθώντας τη δουλειά ενός συναδέλφου του Φερνάντεζ, του κατά 15 χρόνια μεγαλύτερου αλλά κατά πολύ νεότερου στην καρδιά και στη διάθεση Πέδρο Αλμοδόβαρ. Κι αυτός είναι υπέρ του μελοδράματος, όμως διαθέτει τέτοιο χιούμορ και τόσο εύστροφο κριτικό πνεύμα που αφήνει κατά πολύ πίσω του τον ψευδο-μοντέρνο Φερνάντεζ. Η σύγκριση των δύο ομοεθνών δημιουργών είναι, νομίζω, χρήσιμη εδώ. Και οι δυο τους επιδιώκουν παρεμφερείς στόχους.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική παράσταση παίζουν ένα κυπαρίσσι στη μέση της αυλής, μια ολόφορτη συκιά και οι εναλλασσόμενοι φωτισμοί. Αυτό το φυσικό σκηνικό με τις ταλαιπωρημένες προσόψεις, τα παντζούρια, το χαλίκι και τον ξέσκεπο ουρανό κυριαρχεί σε μια δουλειά καλοφροντισμένη και προσεγμένη στις λεπτομέρειες.
Εντυπωσιακοί στη λιτότητά τους οι φωτισμοί, που επιμελήθηκε η Ηλέκτρα Περσελή. Τα διακριτικά θαμπά φραμπαλοϊσπανικά κοστούμια, κι οι επεμβάσεις στο «ζωντανό» σκηνικό της Αλεξάνδρας Σιάφκου και του Αριστοτέλη Καρανάνου ήταν καλά, όπως και η ρέουσα μετάφραση από τα ισπανικά της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ.
Κεντρικό πρόσωπο η μεσογειακή μητέρα - γιαγιά της αυστηρής Ολγας Τουρνάκη που συγκεντρώνει παρελθόν και παρόν πάνω της. Μια σχεδόν μεταφυσική φιγούρα που κουβαλά την παράσταση στους ώμους της. Η Τάνια Παλαιολόγου επιβάλλεται δικαιωματικά με την παρουσία της. Είναι από τα συν της παράστασης. Λιγότερο, η κάπως ποζάτη Μαρία Αιγινίτου κι ακόμα λιγότερο ο Τέο Αλεξάντερ. Χρήσιμος ο Γιώργος Μπινιάρης και ο μικρός Ηλίας Καράμπελας.
No comments:
Post a Comment