- Η σχέση μητέρας - κόρης μέσα από την παράσταση «Μαμά - Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» με τις Α. Μπρούσκου και Π. Μπουζούρη
- Του Ηλια Mαγκλινη, Η Καθημερινή, 20/11/2011
Εχει τους λόγους της που τα λέει όλα αυτά η Αντζελα Μπρούσκου. Από τις 23 Νοεμβρίου έως τις 4 Δεκεμβρίου (εκτός Δευτέρας και Τρίτης) ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών η παράσταση «Μαμά - Η ζωή είναι αγρίως απίθανη», σε δική της σκηνοθεσία, με την ίδια και την Παρθενόπη Μπουζούρη. Μια σκηνική σύνθεση βασισμένη στα ημερολόγια της Μαργαρίτας Καραπάνου, που εκδόθηκαν με τον τίτλο «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη», μαζί με το τελευταίο της μυθιστόρημα «Μαμά», μέσα απ’ το οποίο απευθυνόταν στη μητέρα της, Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Και τα δύο βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.
- Η θάλασσα, τα δάκρυα
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αξονικό δίπολο είναι αυτό της μάνας και της κόρης, με ένα βασικό καταλύτη να στιγματίζει τη σχέση τους: την κατάθλιψη από την οποία έπασχε η Μαργαρίτα Καραπάνου.
Συνομιλούμε με τις Μπρούσκου και Μπουζούρη σε ένα διάλειμμα των προβών σε μια μεγάλη βιομηχανική αποθήκη, κάπου στα Καμίνια. Είναι ένα ζεστό, ηλιόλουστο κυριακάτικο μεσημέρι. Μας περικυκλώνουν παγερές ανδρικές κούκλες, καθρέφτες και διάφορα άλλα μικροέπιπλα και αντικείμενα (τα σκηνικά υπογράφει ο Γκάι Στεφάνου). Μονάχα το νερό λείπει - το οποίο θα δούμε στην παράσταση: θεμελιακό στοιχείο όχι μόνο της σκηνογραφίας αλλά του έργου γενικότερα: η αγαλλίαση και η ελευθερία της θάλασσας, αλλά και η απειλή του πνιγμού, το αίσθημα ασφυξίας μέσα στον αμνιακό σάκο. Οπως έχει γράψει η Καραπάνου, «η θάλασσα, τα δάκρυα και η κοιλιά της μάνας έχουν την ίδια γεύση».
Οι δύο γυναίκες, η Μπρούσκου και η Μπουζούρη, εναλλάσσονται στους ρόλους της μητέρας και της κόρης στη σκηνή, σε μιαν αέναη συνομιλία με τον εαυτό, με το φάντασμα που μπορεί να είναι μέσα στον καθένα ο γονιός ή το παιδί. «Το “Μαμά” είναι απόσταγμα βιογραφίας χωρίς να είναι βιογραφικό», σχολιάζει η Π. Μπουζούρη. «Η Καραπάνου έχει μεταγράψει σε ποίηση όλα όσα την πονούν. Η παράσταση δεν έχει τίποτα το ρεαλιστικό, είναι η γλώσσα της μεταφοράς και το ίδιο το σώμα είναι η σκηνογραφία».
«Κάνουμε όλες τις ηλικίες και στις δύο γυναίκες, γίνεται εναλλαγή των ρόλων μητέρας και κόρης», προσθέτει η Α. Μπρούσκου, συμπληρώνοντας χαμογελαστή: «Αν βέβαια λειτουργήσουν επί σκηνής όλα όσα έχουμε στο μυαλό μας».
«Η κόρη θυμάται πράγματα μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες. Η μορφή της μητέρας έρχεται παραμορφωμένη, αλλά όχι μη αληθής, ιδωμένη από πολλές γωνίες», παρατηρεί η Π. Μπουζούρη για να υπογραμμίσει με τη σειρά της η Α. Μπρούσκου: «Οταν μεγαλώνει κανείς και σκέφτεται τους γονείς του νέους, συνειδητοποιεί ότι είναι κάποιοι άγνωστοι. Εμείς ζητούμε ένα ρόλο από τη μητέρα αλλά αγνοούμε τις επιθυμίες, τις φοβίες της, τη ζωή της εν τέλει. Οταν μεγαλώσουμε αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε».
Και οι δύο πρωταγωνίστριες συμφωνούν ότι κομβικό σημείο είναι ο θάνατος της μητέρας. «Οσο ζει όλα είναι σε εξέλιξη. Απαξ και φύγει τίποτα πια δεν είναι αναστρέψιμο, διαπραγματεύσιμο. Ο Παζολίνι είχε πει κάποτε ότι αν κάποιος γύριζε σε ταινία τη ζωή του, το τελικό μοντάζ θα το έκανε η ίδια η πράξη του θανάτου του. Η κόρη καταφέρνει να κάνει μυθοπλασία τη ζωή της μάνας της αφού η τελευταία έχει πεθάνει», λέει η Π. Μπουζούρη. «Βεβαίως, και μετά τον θάνατο του γονιού μπορεί να συνεχίσεις να βασανίζεσαι μέσα σου», επιμένει η Α. Μπρούσκου.
Ανδρες - ανδρείκελα
Η συνεργάτις της αναφέρεται στην ανδρική απουσία σε αυτή τη σχέση. «Υπάρχουν αναφορές σε άνδρες, εραστές κυρίως, ωστόσο στο έργο οι άνδρες είναι οι κούκλες που βλέπουμε γύρω μας. Το περιβάλλον είναι άνδρες αλλά ως αντικείμενο χρηστικό». Από την πλευρά της, η Α. Μπρούσκου θίγει μιαν άλλη παράμετρο: «Μοιραία, το έργο μιλάει για το ρόλο της γυναίκας κοινωνικά, από τη στιγμή που κάνει ένα παιδί. Μητέρα ούσα πρέπει να απαρνηθεί πράγματα, κομμάτια απ’ τη ζωή της. Σα να χάνει ιδιότητες του φύλου της. Αλλά η μητέρα του έργου θέλει να ζήσει – και ως γυναίκα. Και αυτό το “θέλω να ζήσω, θέλω να είμαι ελεύθερη” αποβαίνει εις βάρος της κόρης. Δεν θυσιάζει τη ζωή της για το παιδί».Ολα αυτά τα σύνδρομα φιλτράρονται πάνω στη σκηνή και από το βιτριολικό χιούμορ της Καραπάνου, το οποίο φαίνεται πώς θα υπογραμμίσουν θεατρικά οι δύο πρωταγωνίστριες. Δεν είναι όμως το μοναδικό στοιχείο που γλυκαίνει το άγριον του όλου πράγματος. Ενα άλλο, είναι η πρωτότυπη μουσική και τα τραγούδια που έγραψε για την παράσταση η Μόνικα Χριστοδούλου. «Η μουσική της Μόνικα», λέει η Α. Μπρούσκου, «λειτουργεί αντιστικτικά ως προς την ένταση της παράστασης. Το ζητούμενο είναι να μην βυθιστείς ούτε εσύ ούτε ο θεατής, διότι μπορεί να περνάμε και καλά μέσα σε όλο αυτό. Ολα είναι ζωή, είναι σχέσεις, είναι συναισθηματικός πλούτος. Εξάλλου», καταλήγει γελώντας η Α. Μπρούσκου, «είναι ωραίο κάποτε να παίρνεις τα χάπια σου και να ακούς ένα μελωδικό τραγούδι»!
No comments:
Post a Comment