Tuesday, September 13, 2011

Αριστοφανικά


Πολενάκης Λ.
Η ΑΥΓΗ: 11/09/2011
Για την "Ειρήνη" του Αριστοφάνη δεν θα δίσταζα να επαναλάβω σήμερα στα κύρια σημεία τους όσα είχα υποστηρίξει το φθινόπωρο του 1977, πριν τριάντα πέντε χρόνια στην αρχή της καριέρας μου, σε μια από τις πρώτες κριτικές μου, στο περιοδικό "Θεατρικά":
Στις κωμωδίες του ο Αριστοφάνης σκοπεύει περισσότερο σε μια ολοκληρωτική αποκατάσταση του "φθαρμένου" χρόνου παρά στην αποκατάσταση των φθαρμένων θεσμών. Μια πρώτη ανάγνωση των έργων που αποκαλύπτει απλώς το ιστορικό επίπεδο στο οποίο κινούνται: τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, τη Νικίειο ειρήνη, τον Κλέωνα, τον Αλκιβιάδη, την καταστροφική εκστρατεία της Σικελίας. Μια δεύτερη ανάγνωση οδηγεί στην αναζήτηση από τον Αριστοφάνη της χαμένης πράξης που συνέβη "κάποτε", σε χρόνο μυθικό και ορίζει το παρόν. Είναι άρα λάθος να χαρακτηρίζουμε τον Αριστοφάνη ως ένα πολιτικά "συντηρητικό" μικροαστό συγγραφέα με τη σύγχρονη στενή έννοια του όρου, με τις πάγιες ιδέες και τις προκαταλήψεις των μικροαστών. Αν ίσχυε πράγματι αυτό, τότε θα ζητούσε στα έργα του τον σεβασμό της παλιάς τάξης των πραγμάτων, ατόφιας. Δεν το κάνει, απόδειξη πως διακωμωδεί σε αυτά τους ιερείς, τους μάντεις και τους χρησμολόγους. Καθόλου δεν διαθέτει τα ανακλαστικά ενός σύγχρονου μικροαστού, το γνωστό τρίπτυχο "πατρίς - θρησκεία - οικογένεια" στις παλιές ή νεότερες εκδοχές του. Το αίτημά του πηγαίνει, ασφαλώς, βαθύτερα από τα πιο πάνω. Χτυπάει τους νέους θεσμούς όχι από τυφλή προσκόλληση στους παλιούς, αλλά επειδή οι νέοι θεσμοί παραμόρφωσαν και διέσπασαν την πρωταρχική, κατ' αυτόν, εικόνα του ανθρώπου, που εμπνέεται από το όραμα ενός χαμένου παραδείσου και μιας χαμένης αθωότητας.

Τα πρόσωπα της "Ειρήνης" είναι φανερό ότι δεν εντάσσονται στο συμβατικό και ευθύγραμμο χρόνο της "αμαρτωλής" ιστορίας, αλλά προσβλέπουν μάλλον στον κυκλικό και ατέρμονο καιρό του μύθου. Είναι πρόσωπα - ζηλωτές της "παλιάς καλής εποχής" μιας ουτοπικής αγροτικής, αυτάρκους, υγιούς αγροτικής κοινωνίας της αφθονίας, πριν η λαίλαπα του Πελοποννησιακού Πολέμου τους ξεβράσει ως κύμα εξαθλιωμένων προσφύγων μέσα στα "μικρά τείχη" του άστεως. Ή όπως θα το έλεγε ο Παπαδιαμάντης: "... Άνθρωποι που δεν είχαν ακόμη συνηθίσει στη νέα τάξη πραγμάτων και η εγκατάστασή τους, στη νέα πόλη δεν ενομίζετο από αυτούς οριστική, αλλά υπήρχε προσδοκία ότι θα εβιάζοντο και πάλι να επανέλθουν εις τα παλαιά, τα μαθημένα των...". Στο "βέβηλο" χρόνο της Ιστορίας ανήκουν, από τα πρόσωπα της "Ειρήνης", ο ψευδομάντις - χρησμολόγος Ιεροκλής, οι έμποροι όπλων οι κρανοποιοί και άλλοι "παρείσακτοι", όλοι όσοι εκμεταλλεύονται, νοθεύοντας τον "ιερό" χρόνο των αγροτικών εορτών, προς όφελός τους, μετατρέποντάς τον σε ρευστό και σε χρήμα. Για αυτό τους ξεμπροστιάζει ο ποιητής μας, τους "χτυπάει" ανελέητα χάμω σαν χταπόδι.
Κάτω από αυτή την προοπτική μπορούμε να δούμε την "Ειρήνη", εκτός από ευανάγνωστη, αντιπολεμική πολιτική μπροσούρα και ως ένα ονειρικό λαϊκό αγροτικό πανηγύρι γεμάτο νόστο επιστροφής. Ο Αριστοφάνης είναι, κυρίως και πάνω από όλα, ένας σπουδαίος ποιητής που σώζει τη γλώσσα και τις λέξεις από τη φθορά και την έκπτωση που υφίσταται σε καιρούς πολέμων, όπως την περιγράφει τόσο γλαφυρά ο Θουκυδίδης (Ιστορία ΙΙΙ, παθολογία του πολέμου).
Δεν είδα την παράσταση της "Ειρήνης" με τη "θεατρική διαδρομή" στην Επίδαυρο, αλλά σε έναν σταθμό της περιοδείας της, στο "Βεάκειο" του Πειραιά. Η γερή μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη μικτού προσανατολισμού, με διάλογο σατιρικό - επιθεωρησιακό και με πολύ όμορφα, δουλεμένα λυρικά χορικά κομμάτια, με πολλές επεμβάσεις της σκηνοθεσίας και των ηθοποιών όχι πάντοτε εύστοχες, χρησίμευσε ως "όχημα" για μια επίσης "μικτή" παράσταση, με στοιχεία από μιούζικαλ επιθεώρηση, λαϊκή πανήγυρη, μπουλούκι, φάρσα, μελόδραμα, νεοελληνικό σινεμά, τηλεοπτικό σίριαλ και ολίγη αστική κωμωδία. (Σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη, δραματουργική επεξεργασία του ίδιου, με τους Γιώργο Γαλίτη και Γιώργο Λέφα).
Το μικτό ύφος ταιριάζει κατ' αρχάς στον Αριστοφάνη, αλλά χρειάζεται έμπειρο τεχνίτη, γνώστη της δοσολογίας και άλλων "μυστικών του σεφ", για να δέσει η συνταγή. Εδώ το όλο πράγμα δόθηκε κομμάτι "τουρλού - τουρλού", "λίγο απ' όλα", χύμα δεν βρήκε το οικείο μέτρο ούτε τον ρυθμό του και φοβάμαι ότι έκανε σε μεγάλα τμήματα "μουτζούρες". Το σκηνικό του Κόττη παρέπεμπε σε λαϊκή στάμπα και τα κοστούμια του Μπετζικώφ "φώναζαν" καρνάβαλο. Η μουσική (Μίνως Μάτσας) ακατάλληλη, στη διαπασών, έπνιγε τους διαλόγους και τα χορικά. Ο όρος σκηνοθεσία εδώ δεν ξέρω αν μπορεί να ληφθεί κυριολεκτικά μια και οι πολλοί καλοί ηθοποιοί του ανδρικού αποκλειστικά θιάσου ακολούθησαν ο καθένας τον δικό του δρόμο, χωρίς ενιαία κεντρική γραμμή. Με κάποιες μάλιστα καταχρήσεις μανιέρας ή τυποποίησης. Η χορογραφία της Ελπίδας Νίνου θέλει να είναι επιθεωρησιακή, χωρίς όμως και να γίνεται. Ο ίδιος ο Φιλιππίδης εισάγει, πρέπει να πω, μια ενδιαφέρουσα εκδοχή "παγωμένου' μέσα στην αεικινησία του, α λα Μπάστερ Κήτον Τρυγαίου, που όμως χάνεται γρήγορα μέσα στη βαβούρα. Ξεχώρισα επίσης τους δύο Δεγαΐτη, Γιάννη και Δημήτρη (Ιεροκλής - οπλοπώλης) τους δύο απολαυστικούς "οικιακούς βοηθούς" (δούλους), Σταθακόπουλο - Γαλίτη.

No comments: