Σύμφωνα με την ινδουιστική κοσμοαντίληψη, στην τριάδα της θεότητας, εκτός από τον δημιουργό και τον συντηρητή, συνυπάρχει και ο Σίβα, που καταστρέφει το παλαιό και φθαρμένο για να το μετασχηματίσει σε κάτι νέο, πρωτόγνωρο και παραγωγικό.
Είναι κοινό μυστικό πια ότι η πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε είναι πρωτίστως κρίση αξιών. Ο δυτικός λεγόμενος πολιτισμός μας πνέει τα λοίσθια, όμως, όπως όλοι οι γίγαντες με πήλινα πόδια που προηγήθηκαν στο κυκλοτερές ιστορικό γίγνεσθαι, κάνει τις τελευταίες του προσπάθειες να στηριχτεί στα δεκανίκια που του εξασφαλίζει η τεχνολογία, αλλά και η αλαζονεία και απληστία των λίγων εις βάρος των πολλών. Η έννοια της «πόλεως» που διοικείται από τον «δήμο», την πλειονότητα των «ελευθέρων» πολιτών, που αποκλειστικό γνώμονά τους έχουν το κοινό συμφέρον, προκάλεσε για πρώτη φορά στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα τον προβληματισμό φιλοσόφων, ποιητών, νομοθετών και «σοφιστών», που ανάλωσαν πολύ μελάνι (και φαιά ουσία) διερευνώντας τα όρια μεταξύ της ατομικής ελευθερίας και του κοινού καλού, επιχειρώντας τον ορισμό της αρετής και τον περιορισμό της κακίας, εξιχνιάζοντας το ακανθώδες και δυσεπίλυτο θέμα της ισότητας και της ισονομίας, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων καθενός απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στους άλλους. Οι τραγικοί ποιητές, πρωτοπόροι σε αυτό τον προβληματισμό, γενναίοι από σκηνής διδάσκαλοι, δοξάστηκαν, τιμήθηκαν, αλλά και δικάστηκαν, αθωώθηκαν, εξορίστηκαν (όπως ο Ευριπίδης), όμως θεοποιήθηκαν (Σοφοκλής) και αντιγράφτηκαν μετά μανίας στους παρακμιακούς αιώνες που ακολούθησαν, για να φτάσουν τα κουρέλια των λαμπρών τους έργων μέχρι εμάς, βορά στους κάθε φύσεως ματαιοκάματους, φιλόδοξους θεατρανθρώπους, που ασχημονούν εκ του ασφαλούς κάθε χρόνο πάνω τους, με αφορμή τις τουριστικές (πάλαι ποτέ) καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, που φέρουν τη βαρβαρική ονομασία «φεστιβάλ».
Στην Επίδαυρο φέτος, που μετατράπηκε σε κάτι απροσδιόριστο μεταξύ Δελφινάριου και μεσοπολεμικής επιθεωρησιακής σκηνής, «απολαύσαμε» ένα αμάλγαμα (ποτ-πουρί ή ρώσικη σαλάτα, επί το ελληνικότερον) από έργα τραγικών και κωμικών ποιητών που έφτασαν έως εμάς για να λειτουργήσουν ως πρόσχημα σε σύγχρονους «πονητές» να «δημιουργήσουν» εις βάρος τους ανοσιουργήματα, εκβιάζοντας το χειροκρότημα των θεατών και παρα-βιάζοντας το ταμείο. Ακόμα κι εκεί όμως που ο σκηνοθέτης έμεινε πιστός στο γράμμα των αρχαίων κειμένων, ακόμα κι εκεί τα σύγχρονα αστικά ήθη και συνήθειές μας μείωναν το ύψος και το μέγεθος των μυθικών προσώπων. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να συλλάβεις το μυθικό υπόβαθρο ενός ήρωα που θεοποιείται και ανεβαίνει στον Ολυμπο και παρακάθεται ως ομότιμος ανάμεσα στους αθανάτους. Είναι πολύ δύσκολο (έως αδύνατο) να κατανοήσουμε σήμερα την «ηλιακή» αθωότητα μιας παιδοκτόνου, που (σε πρώτο επίπεδο) σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άστατο, μουρντάρη και μπερμπάντη άντρα της, που την εγκαταλείπει για να συνάψει αλλότριους συγγενικούς δεσμούς συμφέροντος με απώτερο ζητούμενο την εξουσία. Οπως και να το δούμε στους σύγχρονους καιρούς-κυκλώνες που μας απορροφούν ανεπιστρεπτί, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε -ούτε καν να προσεγγίσουμε- την αποθέωση του τέλους, όπου η Μήδεια φεύγει ατιμώρητη και βρίσκει καταφύγιο στη δημοκρατική Αθήνα, καβάλα σε ένα άρμα του Ηλιου, σε έναν πυρρό δράκοντα που την αναβιβάζει σε ύψη δυσθεώρητα για την ανθρώπινη κοινή λογική, μετατρέποντάς την ενδεχομένως μπροστά στα αμήχανα μάτια των σύγχρονων θεατών σε νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, πέραν του Καλού και του Κακού, αθώο, ακόμα και όταν είναι ένοχος, δελεαστικό χωρίς να γίνεται πρότυπο μίμησης. Το σκοτεινό και τερατώδες που ελλοχεύει στα κρυφά θαλάμια της ανθρώπινης ψυχής, ανέκαθεν «έκοβε μονέδα», είτε πρόκειται για τον δαιμονικό serial killer and human flesh eater (κατά συρροήν ανθρωποφάγο δολοφόνο) της κινηματογραφικής Σιωπής των αμνών είτε πρόκειται για τον «σκοτεινό» και δαιμόνιο Ριχάρδο τον Γ', δημιούργημα του ποιητικού και φιλοσοφικού φαινομένου που φέρει το όνομα Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ακολουθώντας πιστά τη μέθοδο υποκριτικής που δίδαξε ο Λι Στράσμπεργκ στο Ακτορς Στούντιο, εκσυγχρονίζοντας την (απολύτως συμβατή με τις νατουραλιστικές και ρεαλιστικές θεατρικές απαιτήσεις ενός δυτικού πολιτισμού, που πλέον καταρρέει για να μετασχηματιστεί σε κάτι λειτουργικότερο) μέθοδο του Στανισλάβσκι, ο Κέβιν Σπέισι ήταν ο αδιαφιλονίκητος νικητής των δραματικών αγώνων που έλαβαν χώρα το καλοκαίρι που μας πέρασε στην Επίδαυρο. Επαγγελματίας, άψογος, λειτουργικός, γνώστης και δάσκαλος, ταπεινός και μετρημένος, έσβησε -«άμα τη εμφανίσει»- τους έλληνες συναδέλφους του κι έδειξε γι' άλλη μια φορά, με την αλάθητη μέθοδο της αντιπαραβολής και της συγκρίσεως, την προχειρότητα, τον ωχαδερφισμό και την αναξιοκρατία στην οποία ειδικεύεται (αρχαιόθεν) η φυλή μας. Η θεατρική εκπαίδευση πάσχει στη χώρα μας, οι φωνούλες των ηθοποιών μας χάνονται στο κοίλον των αρχαίων θεάτρων, ανεπάρκειες παντός είδους γίνονται μανιέρες και πρότυπα μιμήσεως, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις βεβαίως, που «ποιούν ήθος» και παλεύουν να εξελιχθούν, βελτιώνοντας διαρκώς κι αενάως τα εκφραστικά τους μέσα, χωρίς να νομίζουν ότι έχουν αγγίξει (ή προσεγγίσει, έστω) το τέλειο. Φαίνεται πως εκεί που αποτυγχάνουν οι θεσμοί στη χώρα μας έρχονται -ως μετέωρα χωρίς σκιά- τα εξαιρετικώς ταλαντούχα άτομα να καλύψουν το κενό και να μας βγάλουν όλους ασπροπρόσωπους.
Η Αμαλία Μουτούση είναι μια αυτοθυσιαστική περίπτωση ηθοποιού που κονταροχτυπήθηκε με μεγάλους ρόλους, δέχτηκε να «τσαλακωθεί» και να ποδοπατήσει το ανθρώπινο «εγώ» της, για να σταθεί στο ύψος των ηρωίδων που εκλήθη να υποδυθεί. Μια προσωπικότητα που θυμίζει την αξέχαστη Ελλη Λαμπέτη, αναδεικνύεται χρόνο με τον χρόνο σε μέγιστο ταλέντο που αναμένεται να εκτιναχθεί στα ύψη.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο πρώτος ηθοποιός και σκηνοθέτης που δούλεψε στην Ελλάδα με τη βιοενέργεια του ανθρώπινου σώματος, αν κι έδειχνε στη φετινή του φεστιβαλική του κάθοδο να αγνοεί παντελώς (ή να αδιαφορεί για) τη βαθύτερη ουσία του μύθου και των συμβολικών άθλων του Ηρακλή, έστησε παρ' όλα αυτά μια ενεργειακώς φορτισμένη (και σίγουρα όχι πληκτική) ρηξικέλευθη παράσταση, που εξόργισε μεγάλο μέρος των επαρκών θεατών (και ενθουσίασε άλλους) με την αιρετική αντιμετώπιση τόσο του Χορού (ένα ούτως ή άλλως μόνιμο «αγκάθι» και δυσεπίλυτο πρόβλημα για όλους όσοι καταπιάνονται με το αρχαίο δράμα) όσο και με τη μάλλον «μιουζικαλική» χρήση του διευρυμένου σκηνικού χώρου. Η ταυτόχρονη εμφάνιση της Λύσσας και της Ιριδας ήταν βεβαίως ενδιαφέρουσα, όμως μιλούσαν με τρόπο δυσδιάκριτο κι αν δεν ήξερε κανείς τι παριστάνουν, θα έμενε με την απορία. Στο σύνολό της η παράσταση του Ηρακλή Μαινόμενου ήταν μια καινούρια πρόταση στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος, αφού αποδόμησε συστηματικά, κατέστρεψε και ισοπέδωσε όλες τις προγενέστερες.
Ο φανατικός θεατής προσέρχεται αθώος και περιμένει αγωνιωδώς να ψυχ-αγωγηθεί, ευελπιστώντας τουλάχιστον σε νύξεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων του μέσα από τη «φυγή» σε άλλα χωροχρονικά (ανώδυνα για τον ίδιον και συναισθηματικώς ουδέτερα) πλαίσια. Στο αμιγώς διασκεδαστικό κομμάτι των φετινών «Επιδαυρίων», κορυφαία στιγμή ο εορτασμός των πενήντα χρόνων του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με τα Μικρά Διονύσια. Σε μια ιδιοφυή σύνθεση του Κ. Χ. Μύρη (του καταξιωμένου κριτικού, συγγραφέα και πανεπιστημιακού δασκάλου Κώστα Γεωργουσόπουλου) με τον υποκριτικώς ώριμο και παλαίμαχο ηθοποιό Γιώργο Αρμένη, στον ρόλο ενός φροντιστή που κατά βάθος (όπως ομολογεί στο τέλος) θα ήθελε να γίνει ηθοποιός, οι σκηνοθέτες Γιάννης Ρήγας και Γρηγόρης Καραντινάκης καθοδήγησαν μια πλειάδα σημαντικών ηθοποιών σε διονυσιακή έξαρση.
Σε μετάφραση πάλι του Κ. Χ. Μύρη, ο Πέτρος Φιλιππίδης υπερέβη εαυτόν (και τον Αριστοφάνη) στην πασίγνωστη, πολυπόθητη Ειρήνη με άμεσες πολιτικές νύξεις, επιθεωρησιακού ύφους και ήθους. Το κοινό βεβαίως απόλαυσε το εκτονωτικό θέαμα και το επιβράβευσε με το (ούτως ή άλλως) γενναιόδωρο μεσογειακό χειροκρότημά του.
Στους Σκηνοβάτες, ο Σταμάτης Φασουλής (με το «Εθνικό Θέατρο», σε έξοχα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη και κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη) παρέταξε επί σκηνής (και ορχήστρας) μια πλειάδα «ειδικών» ηθοποιών, που ακροβατώντας πάνω σε ψήγματα αρχαίων κειμένων πέτυχαν ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο της θεατρικής ευωχίας. Κορυφαίες στις υποκριτικές επιδόσεις τους και στην απήχηση που είχαν στο κοινό οι πρωταγωνίστριες: Ελένη Κοκκίδου (γιατί περιορίστηκε τόσο πολύ η παρουσία της;), η πάντα επικοινωνιακή Νένα Μεντή και η απολαυστική Σοφία Φιλιππίδου.
Με έναν προπέτη, θορυβώδη και φωνακλά τζίτζικα (που ήθελε προφανώς, όπως όλα τα καθαρόαιμα ανταγωνιστικά αρσενικά, να κλέψει την παράσταση), κάτω από το φως του Γαλαξία, και με το πνεύμα του Νίκου Γκάτσου να χαμογελάει μυστηριακά κάπου στο στερέωμα, άξιοι, σεμνοί και ταπεινοί ηθοποιοί και τραγουδιστές προσέφεραν στο κοινό του αρχαίου θεάτρου της Μικρής Επιδαύρου ένα απογειωτικό θέαμα με τίτλο Ο γνωστός μας άγνωστος κύριος Γκάτσος, σε σκηνοθεσία της πάντα καίριας και δημιουργικής Μάνιας Παπαδημητρίου. Το κοινό άρχισε ευθύς εξαρχής να τραγουδάει δυνατά τις πασίγνωστες μελωδίες που έντυσαν τους υψηλής ποιητικής ενάργειας κι ευστοχίας στίχους του μεγάλου ποιητή. Η σύντροφος της ζωής του, Αγαθή Δημητρούκα, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Πέρα και από φιλολογικό μνημόσυνο, ήταν η απόδειξη της μεγαλοσύνης ενός αυθεντικού πνευματικού ανθρώπου, που δεν έχασε ποτέ τον άνθρωπο ως μέτρο των πραγμάτων.
Μετατοπίζοντας στο άλλοτε «κλεινόν άστυ» την εστίαση του θεατρικού απολογισμού του καλοκαιριού που έφυγε ανεπιστρεπτί, θα υμνήσω την υποκριτική επιδαψίλεια και πρωταθλητική υπέρβαση των όποιων φυσικών περιορισμών και ιδιαιτεροτήτων από τη Ρούλα Πατεράκη, η οποία μπορεί να μετατρέψει σε ελκυστικό θεατρικό προϊόν ακόμη και τον τηλεφωνικό κατάλογο. Μια ηθοποιός που περίμενε χρόνια για να δει τη δουλειά της να γίνεται ολοένα και πιο κατανοητή από ευρύτερες ομάδες του θεατρικού κοινού, που σπεύδουν να τη χειροκροτήσουν, ακόμη και όταν οι καινοφανείς κώδικες που εισηγείται δεν ξεκλειδώνονται εύκολα. Ισως η καλύτερη εμφάνιση στο πλαίσιο του προγράμματος «Θέατρο σε α' ενικό».
Μεσούσης της κρίσεως, το πρόσφατο φεστιβάλ 2011 έδειξε με γενναιότητα (χάρη στον καλλιτεχνικό του διευθυντή και στους επαρκείς εισηγητές του) μια πραγματικά καινοτόμο και πειραματική πρόθεση. Απόλαυσα όλες τις σκηνικές προτάσεις του προγράμματος «Πολεοδομία» (σε ταράτσες και αυλές σχολείων, σε ψηλά κτήρια και χώρους μη χαρακτηρισμένους θεατρικούς). Αφού είδαμε τον ήλιο να δύει πληγωμένος από τις κεραίες των τηλεοράσεων, εισαχθήκαμε από επαγγελματίες, ερασιτέχνες και ημι-ερασιτέχνες σε ένα παρα-μυθικό σύμπαν υψηλής ενάργειας και τίμιας προσεγγίσεως των σύγχρονων προβλημάτων που ανακύπτουν από την πολύπλευρη κρίση. Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές. Ηταν υπέροχοι.
Από τις πολυποίκιλες παραστάσεις του μεταιχμιακού Φεστιβάλ Αθηνών θα σημειώσω ανεξίτηλες στη μνήμη μου: τον μαγευτικό Νιζίνσκυ του Σταύρου Σ. Τσακίρη, την απέλπιδα, αλλά τίμια προσπάθεια του αυθεντικού Αρη Ρέτσου, που ερευνά με τον δικό του πρωτότυπο τρόπο τους αρχαίους μύθους, αναζητώντας τα χαμένα κλειδιά του αρχαίου δράματος, τον απολύτως συνεπή στην αισθητική ομοιογένεια τού αποτελέσματος Αμλετ από το «Θέατρο Κολυάντα», την εμψυχωμένη (αλλά ενίοτε μονότονη) επίδειξη δεξιοτεχνίας της Αριάν Μνουσκίν (κορυφαίας δημιουργού, καταξιωμένης πλέον στην ιστορία του θεάτρου τού 20ού αιώνα), που με απογοήτευσε φέτος με τους Ναυαγούς της Τρελής Ελπίδας, την πάντα αποδοτική υψηλών επιδόσεων «Ομάδα Χορού Μαγκύ Μαρέν», την απολύτως πρωτότυπη και ανατριχιαστική «[Α]pollonia» του Κριστόφ Βαρλικόφσκι, που μιλάει τη θεατρική γλώσσα του 21ου αιώνα (όπως αυτή αρχίζει σιγά-σιγά να διαμορφώνεται στα ερείπια των αποδομημένων επιτευγμάτων των προλαλησάντων θεατρικών κολοσσών), τις καθηλωτικές Γυναίκες του Ουαζντί Μουαουάντ, την αγέραστη Σιλβί Γκιλέμ, με τη χαρισματική «κηρώδη ευπλασία», που -χάρη στην εξωτική, αιθέρια πλαστικότητά της- μας ταξιδεύει πέρα από τα όρια του ανθρώπινου κορμιού, υπερνικώντας τη βαρύτητα, των έξεων, των παγιωμένων πεποιθήσεων και των εμμονών μας, κι άλλα θεάματα κρισίμως ενδιαφέροντα και πολυσυζητημένα. Αναμένοντας το επόμενο Φεστιβάλ, πλέουμε στα βαθιά νερά της παντοειδούς κρίσεως, αγωνιώντας για τη σωτηρία, που θα έρθει μόνο μέσα από την αυτογνωσία, την αυτοβελτίωση, την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Και το «ποιοτικό άλμα» που τόσο βάραινε στη φιλοσοφική προοπτική του Σόρεν Κίρκεγκαρντ. *
No comments:
Post a Comment