- ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 6 Αυγούστου 2011
- Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
Πέρα από την αρχετυπική κινηματογραφική ερμηνεία του Ολιβιέ είχαμε απολαύσει τις σκηνοθετικές προτάσεις στο ίδιο έργο του Μινωτή, του Κουν (Λαζάνης), του Ραπτόπουλου (Χορν). Δεν έχω σκοπό να κάνω ιστορία της σαιξπηρικής παραστασιολογίας και μάλιστα του «Ριχάρδου Γ'». Αλλά θα επιμείνω σε τρεις για να αντιληφθούν οι νέοι και οι επιπόλαιοι νεοφώτιστοι ότι ο Σαίξπηρ εγείρει τα ίδια και ανάλογα προβλήματα ερμηνείας ως δραματουργία και ως υποκριτική με το αρχαίο ελληνικό δράμα.
Ο «Ριχάρδος Γ'» στην αξεπέραστη μετάφραση του Καρθαίου παίχτηκε για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο το 1939 με σκηνοθέτη τον Ροντήρη και πρωταγωνιστή τον Μινωτή. Αν παραπέμπω σ' αυτή την παράσταση είναι πρώτον γιατί ο Μινωτής δημόσια ισχυριζόταν πως δεν ήταν σκηνοθέτης, και τα έργα των μεγάλων δραματουργών ενέχουν τη σκηνοθεσία, και δεύτερον διότι όταν ξανάπαιξε μετά τον πόλεμο δύο φορές τον ρόλο με δική του σκηνοθεσία δεν άλλαξε τίποτε ούτε στην αισθητική ούτε στην υποκριτική ούτε στον Νουν της παράστασης από την άποψη Ροντήρη. Οσοι, εκατοντάδες, μαθητεύσαμε στον Ροντήρη και ακούσαμε από το στόμα του τα μεγάλα κείμενα του θεάτρου, τα αναγνωρίζαμε αυτούσια όταν παίζονταν από δύο προνομιούχους μαθητές του, τον Μινωτή και τον Χορν.
Η θεατρική «μυθολογία» αφηγείται (και το άκουσα από τον Βόκοβιτς, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τη Μαρία Αλκαίου) πως όταν δίδασκε τον Ριχάρδο ο Ροντήρης στον Μινωτή, τα ξημερώματα, όταν τελείωνε η δοκιμή, πεζοπορώντας και συζητώντας έφταναν στο έρημο Σύνταγμα και ώς τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, μπρος ο Ροντήρης, πίσω του ο Μινωτής, μιμούνταν το κουτσό βάδισμα του τερατόμορφου βασιλιά. Για ποιο σκοπό; Γιατί έπρεπε ο ηθοποιός να μεταλλάξει την αναπηρία σε ιδιότυπο βάδισμα, να κατορθώσει το ελάττωμα να γίνει ιδιόμορφη γοητεία, να υπόσχεται, ό,τι συνήθως οι λαϊκές προκαταλήψεις ισχυρίζονται, πως οι ανάπηροι αναπληρώνουν τη σωματική έλλειψη με υπερφυσικές ερωτικές υπεροχές!
Ο μεγάλος μάλιστα ενδυματολόγος Αντώνης Φωκάς, αναδεικνύοντας μια οπτική απάτη, σχεδίασε το κοστούμι του Ριχάρδου έτσι ώστε στο γερό πόδι και κάτω από το γόνα να υπάρχει μια κόκκινη καλτσοδέτα για να «φαίνεται» μακρύτερο από το ανάπηρο. Οντως, αν βάλετε δύο παράλληλες ευθείες ίσες τη μία δίπλα στην άλλη και κόψετε τη μία καθέτως με μία γραμμή, η κομμένη «φαίνεται» μεγαλύτερη!
Αν επιμένω σ' αυτές τις τεχνικές λεπτομέρειες είναι για να τονίσω πως ο Ροντήρης, όπως αργότερα στο φιλμ και ο Ολιβιέ, και εν συνεχεία ο Μινωτής στις δικές του «σκηνοθεσίες» πρότειναν έναν γόητα του κακού, έναν μαέστρο της ασέλγειας. Αν δεν ερμηνευτεί έτσι, με τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η σκηνή με τη Λαίδη Αννα, που ακολουθώντας τα φέρετρα πεθερού και συζύγου που δολοφόνησε ο Ριχάρδος, σχεδόν πάνω στα πτώματά τους υποκύπτει στη γοητεία και στη λαγνεία αυτού του ηθικού τέρατος.
Δηλαδή αυτός ο ερωτευμένος με την εικόνα του (το καυχάται στον αρχικό μονόλογο αναφερόμενος στον καθρέφτη του) δεν μπορεί να σέρνεται σαν σακάτης με ορθοπεδικό νάρθηκα. Και συνήθως για να ισορροπεί δεν κρατά μπαστούνι αλλά στηρίζεται στη σπάθα του, έμβλημα εξάλλου της αναμφισβήτητης πολεμικής του δεινότητας αλλά και εμφανές φαλλικό σύμβολο.
Ετσι τον ερμήνευσε ο Μινωτής ακολουθώντας εμφανώς τη γερμανική εξπρεσιονιστική τεχνική, όπου το σχήμα, το είδος, η μορφή προηγούνται του περιεχομένου.
Οταν πολλά χρόνια μετά τον Μινωτή (1972) ο Χορν αποπειράθηκε να ερμηνεύσει τον ρόλο, ατύχησε στην παράσταση λόγω ανικανότητας του σκηνοθέτη του και διότι για να πιαστεί από κάπου προσπάθησε να αναβιώσει τη διδασκαλία Ροντήρη (ο οποίος ακόμη ζούσε και δεν τον κάλεσε να το σκηνοθετήσει, πράγμα για το οποίο είχε αργότερα κλαύσει πικρά). Τότε, λοιπόν, κρίνοντας εκείνη την άστοχη απόπειρα, είχα γράψει: «Η ιδιοφυΐα του ταλέντου του Χορν θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ερμηνεία νόμιμη αλλά μοναδική. Ενας Ριχάρδος καραγκιόζης, τζουτζές, γελωτοποιός της εποχής του, ένας αδύναμος που εκμεταλλεύεται τη δύναμη που του προσφέρει το σύστημα και η θέση του μέσα σ' αυτό θα ήταν ο ρόλος που θα τον αναδείκνυε. Αν κάποτε η εποχή μας γεννήσει τον Σαίξπηρ της, κάπως έτσι θα έβλεπε τον άλλο εκείνο παλιάτσο της εποχής μας, τον Μουσολίνι (σήμερα θα πρόσθετα τον Καντάφι, τον Γέλτσιν κ.τ.λ.)».
Και συμπλήρωνα: «Ο Ριχάρδος, αν θέλαμε να τον δούμε με τα μάτια της εποχής μας, δηλαδή η παράστασή μας να είναι πράξη πολιτιστική, είναι ένας Σαλός, σαν εκείνους τους περίεργους ένθεους τρελούς καλόγερους της Ανατολής που βρίσκανε τη λύτρωση μέσα στον βούρκο της εποχής τους, τους πόρνους διά Χριστόν, τους αυτοτιμωρούμενους, τους εμέσοντες την ύπαρξη, ένας πρώιμος Μαρμελάντοφ. Αν δεν είναι έτσι, τραγικός δεν είναι».
Το 1988 ήρθε για δεύτερη φορά και έπαιξε εκτός των άλλων «Ριχάρδο Γ'» ο μεγάλος γεωργιανός ηθοποιός Τσχικβαντζέ, ο φίλος Ραμάς, στην αιρετική ερμηνεία του Ρόμπερτ Στούρουα. Μια μπρεχτική ειρωνική προσέγγιση σχεδόν πολιτικού καμπαρέ. Μορφή: τραγική φάρσα. Αυτός ο απεριόριστων δυνατοτήτων ηθοποιός είχε την πληθωρικότητα του Τσαρλς Λότον, τον φανφαρονισμό του Γκάσμαν, την ειρωνεία του Γκίνες, τον μεταφυσικό τρόμο του Μινωτή και τον λυρισμό του Σμοκτουνόφσκι. Ηταν ό,τι δεκαπέντε χρόνια πριν ζητούσα από τον Χορν, έναν Ριχάρδο τζουτζέ, γελωτοποιό της εξουσίας και της ιστορίας.
Αυτή είναι πράγματι μια θεμιτή μεταμοντέρνα προσέγγιση, πράγμα που ούτε ο Λαζάνης ούτε ο Μεσσάλας (που ακολούθησε τον δάσκαλό του Μινωτή) το επεδίωξαν, ίσως γιατί δεν είχαν την ανάλογη ιδιοσυγκρασία.
Το αποπειράθηκε ο Κιμούλης πριν από λίγα χρόνια. Σχεδίασε έναν «θεατρίνο» Ριχάρδο (είχε το καμαρίνι επί σκηνής και βαφόταν και άλλαζε κατά τη διάρκεια της δράσης), έναν είρωνα, έναν «σκηνοθέτη» της ιστορίας. Ο Σαίξπηρ κάτι ήξερε όταν δημιουργούσε ένα τέρας ηθικό (προσοχή: η ηθική είναι ουδέτερη έννοια) ενώ ο ιστορικός Ριχάρδος Γ', ο πραγματικός, υπήρξε μάλλον αγαθός και χρήσιμος ηγεμόνας. Κάτι που χρόνια προσπαθούν να αποκαταστήσουν στη συνείδηση του διεθνούς κοινού οι άγγλοι ιστορικοί!
No comments:
Post a Comment