Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι χαρακτήριζε τις "Λευκές νύχτες" του, ως ένα "αισθηματικό μυθιστόρημα". Ένας επίτιτλος που παραπέμπει, όχι χωρίς δόση αυτοειρωνείας, στα γαλλικά ερωτικά ρομάντσα.
"Λευκές νύχτες" στη β' σκηνή του "Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας"
Πολενάκης Λέανδρος
Η ΑΥΓΗ: 06/05/2012
Ο Ρώσος, κατά την ομολογία του, έμαθε να γράφει διαβάζοντας τους Γάλλους. Δεν μιμείται όμως δουλικά το γαλλικό μυθιστόρημα. Διατηρεί τη βασική αφηγηματική δομή του, αλλά μόνο ως πρόσχημα: για να τη γυρίσει "μέσα έξω", και να τη μετατρέψει σε ένα εσωτερικό ταξίδι αναζήτησης του εαυτού.
Αν θέλουμε να βρούμε την αληθινή πηγή της εμπύρετης "νοσούσας" αλλά όχι νοσηρής γραφής τού Ντοστογιέφσκι, πρέπει να την αναζητήσουμε αλλού, πάντως όχι στην "χλιαρή" πλην εξαιρέσεων, κάποτε νοσηρή μέσα στη σφίζουσα "υγεία" του ρεαλισμού της, γαλλική κουλτούρα. Στον "Δον Κιχώτη" του Θερβάντες, θα έλεγα, κυρίως, η επιρροή του οποίου σφραγίζει καταλυτικά και τις "Λευκές νύχτες". Όλο τα αφήγημα του Ντοστογιέφσκι θα το βρούμε καταβυθισμένο στις ονειρικές υπερβάσεις του Κιχώτη. Παραπέμπω ειδικά στο πρώτο μέρος, κεφ. XL VIII, με τους δύο "συζητητές" (Δον Κιχώτης - εφημέριος), όπου η σθεναρή υπεράσπιση από τον "ιππότη" του δικαιώματος στη φαντασία, σε αντιβολή με τις σελίδες 19-22 των "Λευκών νυχτών" με τον υποθετικό ορθολογιστή "συζητητή" (στη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου των εκδόσεων "Άγκυρα"), αλλά και αλλού.
Ο Ντοστογιέφσκι, εδώ μας αφηγείται με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο μια "παραδειγματική ιστορία", στο πρότυπο των "παραδειγματικών ιστοριών" του Θερβάντες, οι οποίες ενσωματώνονται στον κορμό του "Δον Κιχώτη", και μας τις αφηγείται "εν παρενθέσει" ο ίδιος: τον παραμυθόμυθο "της καρφιτσωμένης και του ιππότη" που έρχεται να την ελευθερώσει... για να τη χάσει. Δον Κιχώτης είναι ο αφηγητής χωρίς όνομα, ο συγγραφέας.
Ο Ντοστογιέφσκι, εδώ μας αφηγείται με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο μια "παραδειγματική ιστορία", στο πρότυπο των "παραδειγματικών ιστοριών" του Θερβάντες, οι οποίες ενσωματώνονται στον κορμό του "Δον Κιχώτη", και μας τις αφηγείται "εν παρενθέσει" ο ίδιος: τον παραμυθόμυθο "της καρφιτσωμένης και του ιππότη" που έρχεται να την ελευθερώσει... για να τη χάσει. Δον Κιχώτης είναι ο αφηγητής χωρίς όνομα, ο συγγραφέας.
Αυτό που προέχει στις "Λευκές νύχτες" δεν είναι ο αφηγηματικός ιστός, η διαδοχή εξωτερικών γεγονότων δηλαδή, που μπορούν με την κατάλληλη επεξεργασία να μεταφερθούν σε χρόνο σκηνικό. Είναι κάτι άλλο, σχεδόν άφραστο και άρρητο, κρυμμένο στην κόψη των διαλόγων και στους μονολόγους, με τις ιλιγγιώδεις αλλεπάλληλες θετικές - αρνητικές διατυπώσεις, που κόβουν την ανάσα. Ο λόγος των ηρώων κατακρημνίζεται συνεχώς προς τα μέσα, προς τα ενδότερα του ομιλούντος υποκειμένου, σαν σε ένα φρέαρ χωρίς πυθμένα με ηχώ πολλαπλασιαστική. Μια ατέρμων κατολίσθηση του λόγου, δύσκολο να την "πεις" και ακόμη δυσκολότερο να την αναπαραστήσεις, αφού δεν έχεις από πού να πιαστείς σε αυτήν την κατακόρυφη πτώση των ηρώων μέσα στην αναίτια αιτία της ύπαρξής τους.
Και επειδή δεν έχεις τίποτα οικείο να μιμηθείς: τα πάντα εδώ συμβαίνουν στο επίπεδο της γραφής τους, πρωτογενώς. Οι ήρωες δεν μπορούνε να βγουν από αυτό που είναι, δηλαδή στιγμιαίες αντανακλάσεις της ψυχής τους στον "καθρέφτη" του άλλου, και να γίνουν "ρόλοι", χωρίς να πάψουν να είναι ο διαρκής εαυτός τους. Επειδή δεν έχουν τρέχοντα χρόνο, που είναι ο γεννήτορας της θεατρικής μεταμόρφωσης! Πώς να υποδυθείς τον άνδρα που διαρκώς φαντάζεται τη φαντασία και αναπαράγει σε λόγο ό,τι δεν υπάρχει εκτός της φαντασίας του; Ή τη γυναίκα που φαντάζεται τη φαντασία και αναπαράγει σε αντίλογο ό,τι διαρκώς υπάρχει εντός της φαντασίας της; Πώς, άραγε, πρέπει να μοιάζουν οι δύο ήρωες, πιασμένοι στο δίχτυ της μοίρας; Εκστατικοί; Σοβαροί; Γελοίοι; Τέτοια νούμερα ψυχών δεν αναπαρίστανται εύκολα! Είναι, τετελεσμένα και ερωτικά!
Εκείνο που, ενδεχομένως, μπορεί να αναπαρασταθεί από τις "Λευκές νύχτες" είναι το μη αναπαραστάσιμο κομμάτι τους, δηλαδή ο φανταστικός τους χρόνος! Το φάντασμα της γραφής τους ή το μυθιστορηματικό "άλλο" τους, που δεν συμπίπτει απαραιτήτως με το "αυτό" μιας συμβατικής θεατρικής τους αποτύπωσης!
Ο Δημήτρης Καταλειφός που σκηνοθετεί (επιμέλεια κίνησης της Κατερίνας Φωτιάδη), διέκρινε την απόσταση ανάμεσα στον αφηγηματικό ιστό του βιβλίου και στην εν δυνάμει θεατρική του διάσταση: χώρια οι χαρακτήρες του βιβλίου ως αιώνιες μορφές της γραφής, χώρια οι Dramatis Personae ως δρώντες, πεπερασμένοι ρόλοι. Δουλεύοντας επάνω στη σκηνή το κείμενο που προέκυπτε από την ομαδική δουλειά της ομάδας εργασίας, και στη διάρκεια των προβών (βασισμένο στη δόκιμη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου), η σκηνοθεσία ευτυχώς, όχι μόνο δεν επιχείρησε να απαλείψει αυτή την απόσταση, αλλά αντίθετα την πήρε, την έβαλε στο παιχνίδι και τη θεατροποίησε. Για να λυθούν αυτομάτως τα μάγια. Η παράσταση "μίλησε", αφηγούμενη ένα σπαρακτικό παραμύθι σοφίας των αιώνων, "της καρφιτσωμένης και του ιππότη". Με συμπάγεια ρυθμών, σε ύφος ονειρικό, σε ανάλογους "κεκαμμένους" χρόνους, που αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στον θεατή και ένα χαμόγελο στα χείλη.
Στους ρόλους, η εξαίρετη Λουκία Μιχαλοπούλου δεν "λέει", αλλά "δείχνει" χρησμικά. Κρούει μουσικά την"καρφιτσωμένη" σε ανεπαίσθητους ελάσσονες τόνους, με υπόγεια υπόκρουση αφανών εγχόρδων. Το τελικό της πέταγμα στο φως, με φτερά χρυσής πεταλούδας, είναι ένα κομμάτι για σεμινάριο.
Ο Στάθης Μαντζώρος δίνει αυτόφωτα έναν ιδανικό, φτωχό "μπρούτζινο ιππότη" α λα Πούσκιν. Οι πλάγιοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, τα σημαίνοντα σκηνικά - κοστούμια της Εύας Μανιδάκη και η χαρισματική μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, είναι όροι "ων ουκ άνευ" αυτής της παράστασης, που αποτελεί τον γνήσιο δείκτη αναφοράς των θεατρικών μας πραγμάτων.
No comments:
Post a Comment