Πέρασαν πέντε χρόνια από την εποχή που η θεατρική Αθήνα σχημάτιζε ουρές και λίστες αναμονής για να δει τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, με πρωταγωνιστή στον ρόλο του πρίγκιπα Μίσκιν τον 36χρονο τότε Βασίλη Ανδρέου.
Εκτοτε άλλαξαν πολλά. Η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου διαλύθηκε, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός άνοιξε τα φτερά του μακριά από την πρώτη κρατική σκηνή συνεχίζοντας να κάνει επιτυχίες, οι ηθοποιοί του το ίδιο, όμως να που ο «Ηλίθιος» επανήλθε.
Αυτή τη φορά στη σκηνή του «Ακροπόλ» με τους ίδιους ηθοποιούς στους βασικούς ρόλους και την παράσταση να παραμένει εξάωρη για όσους αντέχουν (Τετάρτη, Σαββατο και Κυριακή) με μισή ώρα διάλειμμα, ενώ υπάρχει η δυνατότητα της Πέμπτης και της Παρασκευής που μπορούν να μοιράσουν το πρώτο και το δεύτερο μέρος.
Ομως όσα καλά λόγια κι αν ακούει ο Βασίλης Ανδρέου για εκείνη την επιτυχία του, προσγειώνει όσους περιμένουν έναν καινούργιο γύρο θριάμβου: «Είναι σαν να ξεκινάμε από την αρχή. Πρέπει να κερδίσουμε πάλι το στοίχημα». Τότε η παράσταση ανέβηκε στο «Από Μηχανής», έναν χώρο 150 θέσεων, κάτω όμως από τις φτερούγες του Εθνικού Θεάτρου. Τώρα, σε ένα ιδιωτικό θέατρο 700 θέσεων. «Οι συνθήκες την κάνουν διαφορετική».
Στη σκηνή προσπαθεί να ερμηνεύσει το ανεπιτήδευτο. Την πρώτη πηγή, όπως λέει. «Πιστεύω ότι κάποιοι άνθρωποι είναι καθηλωμένοι στην αγάπη και αυτό θεωρείται πολλές φορές αναπηρία. Τους λέμε γραφικούς. Τους ανθρώπους τους θέλουμε παγαπόντηδες. Ο Μίσκιν είναι καθηλωμένος στα πρώτα δείγματα της αγάπης. Σήμερα όποιον δούμε να χαίρεται απόλυτα, να τρελαίνεται με ένα ηλιοβασίλεμα, τον έρωτά του, νομίζουμε ότι έχει πρόβλημα».
Τον αγνό, άφθαρτο, ανυστερόβουλο ήρωα λέει πως τον αγαπάμε και τον σεβόμαστε γιατί βγαίνει μέσα από τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. «Αν τον βλέπατε έξω στη ζωή θα ήταν σαν τον συνάνθρωπό μας που αυτοκτόνησε πριν από λίγες ημέρες. Προσπαθώ μέσα μου να μην τον μυθοποιήσω, πολύ περισσότερο που είναι γραμμένος από τον Ντοστογιέφσκι.
Το ιδανικό
Συχνά ωστόσο αναρωτιέμαι, αν δούμε αυτούς τους ανθρώπους έξω από τον ρόλο και τη λογοτεχνία, στη ζωή, τους σεβόμαστε καθόλου, τους θεωρούμε ως ένα ιδανικό ή τους πετάμε; Πώς αντιμετωπίζεται κάποιος που μιλάει για την αγάπη και τη σύμπνοια ακόμη και σε τέτοιους καιρούς που έχει ανάγκη ο ένας τον άλλον; Νομίζω πως τους βλέπουμε σαν τους ονειροπαρμένους της ζωής».
Αντιφατική κοινωνία, το διαπιστώνει καθημερινά ο Βασίλης Ανδρέου ζώντας στα Εξάρχεια και γυρίζοντας με τα πόδια την πόλη. «Η ομαδικότητα που παρατηρούμε γύρω μας -είτε μαζεύοντας τρόφιμα είτε ρούχα- παλιά ήταν βοήθεια κατ’ επίφαση. Τώρα υπάρχει ένας πραγματικός σπινθήρας έγνοιας για τον άλλον. Το 2007 βλέποντας την παράσταση ένιωθες ότι ήταν μια ωραία ουτοπία, σήμερα λες: “Θεέ μου πόσο δίκιο έχει”». Πιο ενεργοποιημένη, παλεύει μόνη της στο κέντρο της Αθήνας με φράσεις όπως: «Η διαστρέβλωση των ιδεών σήμερα είναι κανόνας», «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, φτάνει να έχεις και καλή καρδιά» ή «όποιος δεν έχει έδαφος κάτω από τα πόδια του δεν έχει μήτε Θεό». «Οσο ρομαντικό κι αν είναι το μυθιστόρημα υπάρχει έντονα το πολιτικό στοιχείο».
Τι σημαίνει να είσαι ταλαντούχος ηθοποιός στην Ελλάδα της κρίσης; «Ασχημα πράγματα. Παλιά ενθουσιαζόμασταν με ένα ρόλο και δουλεύαμε αμισθί, σήμερα δεν σου επιτρέπεται ακόμη και αν πληρωθείς με καθυστέρηση. Κι ο καλλιτέχνης πρέπει να ζήσει». Η νέα κατάσταση θα προκαλέσει ένα ξεκαθάρισμα στην αγορά, δεν είναι ο μόνος που το πιστεύει. «Δεν θέλω να μείνουν άνθρωποι άνεργοι, αλλά αυτοεκτίμηση σημαίνει δουλεύω και αμείβομαι». Οκτώ χρόνια στο Εθνικό και έπειτα έξω απ’ αυτό, δεν ξεπέρασε τα μισθολογικά όρια. «Δεν έζησα ποτέ μεγάλες αμοιβές, δεν ξέρω τι θα πει καλάμι, έκανα δυο και τρεις δουλειές γύρω από το θέατρο πάντα και διδάσκω γιατί είναι κάτι που μου αρέσει».
Αλλωστε, ως δάσκαλος ξεκίνησε στην Κύπρο όπου γεννήθηκε. Ολοι διέκριναν το ταλέντο που είχε, όμως τελειώνοντας το σχολείο δεν τόλμησε ότι ονειρευόταν και επέλεξε την Παιδαγωγική Ακαδημία. Αργότερα, δάσκαλος πια, ήρθε στην Αθήνα το 1995 διαλέγοντας τη δραματική σχολή του Κώστα Καζάκου. Δεν μετάνιωσε, είναι κατηγορηματικός. «Δεν ξέρω αν στερέψει κάποια στιγμή το πηγάδι τι θα αναγκαστώ να σκεφτώ».
Αν ήμουν στην Κύπρο θα είχα σπίτι και Ι.Χ.
«Είμαι παιδαγωγός, έχω διδάξει άλλωστε σε δημοτικό σχολείο. Εκεί είναι η μεγαλύτερη επαλήθευση του δασκάλου, όπου ο εκπαιδευτικός είναι πρότυπο μάνας και πατέρα». Οι φοιτητές του, τόσο στη σχολή της Δ. Χατούπη που διδάσκει όσο και στο δικό του στούντιο, συμφωνούν: «Εχει το χάρισμα της διδασκαλίας». «Οτιδήποτε ξεκινάει από αγάπη σε κάνει να μην είσαι ούτε τζάμπα αυστηρός ούτε εξουσιαστάκος» λέει ο ίδιος. «Ειδικά οι μαθητές των δραματικών δεν θέλουν τον καθηγητή εξουσιαστή».
Τους μιλάει συνέχεια για τα απαισιόδοξα της ζωής. Εκείνοι τον ρωτούν με έγνοια αν θα τα καταφέρουν. «Πάντως, τα κίνητρά τους είναι καλλιτεχνικά. Πέρασε η εποχή της τηλεόρασης που έτρεχαν όλοι να της μοιάσουν. Τα νέα παιδιά που ξεκινούν στη σχολή θέλουν να απορροφηθούν από το καλό θέατρο. Τους λέω πως όποιος θεωρεί βάσανο να ανεβαίνει στη σκηνή, αναζητάει τα ρεπό και αποφεύγει τις πρόβες, για μένα δεν μπορεί να γίνει ηθοποιός».
Εχει διδάξει και σε τυφλά παιδιά με προβλήματα αυτισμού. «Τους δίναμε μικρές σταγόνες δραματοθεραπείας» λέει για εκείνη την εμπειρία, που αργότερα τον βοήθησε να παίξει τον πρίγκιπα Μίσκιν. «Η διδασκαλία με βοήθησε πολύ, κυρίως στο να σκέφτομαι πριν μιλήσω».
Αξιζε τον κόπο που τα άφησε όλα πίσω του; Μου μιλάει με σεβασμό για τα χρόνια της δραματικής σχολής, τη μαθητεία του δίπλα στον Λιβαθινό. «Στην Κύπρο, καταλήγει, θα είχα ένα ωραίο σπίτι, αυτοκίνητο, θα ήμουν στον Θεατρικό Οργανισμό, ίσως να έκανα και τηλεόραση, όμως δεν ξέρω αν θα έπαιζα ποτέ Ντοστογιέφσκι».
Μερικές φορές τον είδαμε να σκηνοθετεί. Σε ειδικές περιπτώσεις, ξεκαθαρίζει. Οπως έγινε με τη «Μύτη» του Γκόγκολ στο «Συνεργείο» και τις «Θεραπαινίδες» που έγραψε και παίχτηκαν στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Ενα έργο που έγραψε για τη γιαγιά του. Ηταν από το κατεχόμενο Νέον Χωρίον Κυθρέας. «Με τις μακριές κοτσίδες της, τη θυμάμαι πάντα να μας διηγείται ιστορίες και παραμύθια», λέει και γλυκαίνει η φωνή του. Αυτή και ο παππούς τον στήριξαν ηθικά στην απόφαση του να ασχοληθεί με το θέατρο και βέβαια οι γονείς του. Επιφυλακτικοί στην αρχή, με την απόφασή του να αφήσει τη θέση του δασκάλου για το θέατρο. Ωστόσο, αν και είχαν άλλη άποψη, στήριξαν το νέο του ξεκίνημα, πληρώνοντας τα δίδακτρα της σχολής. «Αυτό που είμαι τώρα, ότι μπορώ να ανεβαίνω σε ένα σανίδι και να παίζω, το οφείλω στην ανεκτικότητα και την υπομονή τους».
Την Αθήνα την έμαθε καλά τόσα χρόνια, αλλά μου θυμίζει πως προέρχεται από έναν κατεχόμενο τόπο. Για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του έχει άποψη. «Η Ελλάδα πρέπει να πάρει είδηση το μήνυμα που στέλνει η επαρχία της. Να αξιοποιήσει τα όπλα της: το χώμα, τη γεωργία, τη θάλασσά της, τον πολιτισμό της. Και οι ηθοποιοί να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μέσα από μικρούς χώρους και μονάδες. Αλλά μην ξεχάσεις να γράψεις το βασικότερο» μου λέει τελειώνοντας. «Στους καιρούς που ζούμε ο ηθοποιός περισσότερο από κάθε άλλη φορά σκέφτεται το θέμα της επιβίωσής του και όχι να είναι γελωτοποιός στον κήπο του βασιλιά».
No comments:
Post a Comment