- Σχηματίζοντας το σήμα της νίκης και με τα δύο της χέρια υψωμένα η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, στο φινάλε της πρεμιέρας των «Τρωάδων», έφερε στην ορχήστρα της Επιδαύρου το κλίμα των ημερών.
Ο χορός, οι Τρωαδίτισσες, μέσα στα ωραία σκουρόχρωμα κοστούμια τους με κάποιες χρωματικές πινελιές, έτρεχαν «ατσαλάκωτες» πάνω-κάτω στην ορχήστρα, χειρονομούσαν, αντιμετώπιζαν με κινητική εξωστρέφεια τον πόνο τους, κάνοντας τον θεατή να αναλογιστεί πού βρίσκουν αυτές οι χτυπημένες σκληρά από τη μοίρα γυναίκες τόση ενέργεια (κίνηση Κική Μπάκα). Το πένθος τους στον Ευριπίδη τις οδηγεί να πάλλονται, να θρηνούν σπαρακτικά, πολλές φορές λυρικά, με εικόνες δυνατές.
Οι κραυγές οδύνης μεταφράστηκαν εδώ σε φωνές εξωτερικές, σχεδόν ξεφωνητά (μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου). Αποτέλεσμα, να χάνεται σε πολλά σημεία ο εύρυθμος και εύληπτος λόγος (μετάφραση Κ.Χ. Μύρης), λόγος που συνοδευόταν, συν τοις άλλοις, από αναίτιες παύσεις, υπερδραματικούς χρωματισμούς και υπερτονισμούς.
- Εκάβη
Στη συνέχεια, όσο εξελισσόταν η δράση, ο τόνος και το ποστάρισμα της φωνής της την πρόδωσαν, πράγμα σπάνιο για μια ηθοποιό του μεγέθους και της τεχνικής της. Ισως να ήταν η μέρα, ίσως το γεγονός ότι δεν είχαν γίνει αρκετές πρόβες...
Σημαντικές προσπάθειες κατέβαλλε η Κασσάνδρα της Κόρας Καρβούνη, χωρίς ωστόσο να πετυχαίνει πάντα τον μετεωρισμό ανάμεσα στην εκστατική μανία και στον λογικό στοχασμό.
Η προφητική έκσταση της ηρωίδας που οδηγεί στην τρέλα μερικές φορές χανόταν, ενώ από τις πιο δυνατές σκηνές ήταν αυτή που την έσερνε από τα μαλλιά ο Ταλθύβιος και αυτή που γύμνωσε το δεξί της στήθος παραδομένη στη μοίρα της. Στον θρηνικό της λόγο η Ανδρομάχη της Μαρίας Κίτσου -ηθοποιός που κέρδισε το στοίχημα της παράστασης και εδωσε μια ολοκληρωμένη ερμηνεία- κυριαρχεί το γνήσιο άμεσο συναίσθημα.
Στον συγκινητικό αποχωρισμό της μητέρας από το παιδί παράφορη ξεσπά η πίκρα της εναντίον των Ελλήνων και της Ελένης. Ο αγώνας λόγων μεταξύ της ρημαγμένης εκδικητικής Εκάβης και της γοητευτικής γεμάτης αυτοπεποίθηση Ελένης (Ελένη Ρουσσινού), με την ξανθιά έως τη μέση κόμη και τη λευκή-τυρκουάζ τουαλέτα (κοστούμια Γιάννης Μετζικώφ), κρατάει το ενδιαφέρον.
Ο Κρατερός Κατσούλης, ως Μενέλαος που υπερασπίζεται τον εαυτό του, είναι σωστός ως προς την έκφρασή του. Αξιοπρεπείς και οι Θέμις Πάνου (Ποσειδώνας) - Κωνσταντίνα Τάκαλου (Αθηνά) στην προλογική σκηνή της τραγωδίας. Ο Ταλθύβιος του Νίκου Ψαρρά σταθερός, ουσιαστικός, στο κλίμα και το πνεύμα του ρόλου. Η κάθε εμφάνισή του λειτουργούσε σαν μετρονόμος της παράστασης.
Με κάποια συστολή κρύβει το τέλος της Πολυξένης, ενώ εκφράζει τη συμπάθειά του στα θύματα της άγριας βίας, πριν διατάξει το κάψιμο της πόλης στην τελευταία κορύφωση της τραγωδίας (σκηνικό Ερση Δρίνη).
- Θρήνος
Εάν όμως δεν είχαν προκαλέσει την πτώση και την καταστροφή της, η άλωση της πόλης δεν θα γινόταν τραγούδι σε μελλούμενους καιρούς: «Αν δεν μας βύθιζε ο θεός στα Τάρταρα, θα χανόμασταν στο σκοτάδι της ιστορίας. Και οι γενεές των μελλοντικών ανθρώπων δεν θα μας τραγουδούσαν στα έπη και τις τραγωδίες».
Η μουσική των χορικών, ένα ποτ πουρί μελωδιών που όλο και κάτι μας θύμιζαν, βρισκόταν εκτός μεγέθους του έργου (Δημήτρης Παπαδημητρίου). Το ίδιο και οι χωρίς ύφος φωτισμοί (Αντώνης Παναγιωτόπουλος).
Τέλος, ο ρόλος του Δαίμονα (Γεωργιάννα Νταλάρα), ο οποίος είχε προστεθεί από τον σκηνοθέτη, ήταν ασαφής και σκηνοθετικά αμήχανος...
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΡΑΛΗ, ΕΘΝΟΣ, 06/07/2015
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=23136&subid=2&pubid=64212682
No comments:
Post a Comment