Ο ηθοποιός υποδύεται τον Ορέστη στην «Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων» του ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου
Η Ιφιγένεια και ο Ορέστης σώζονται από τη βαρβαρότητα της χώρας των Ταύρων. Εμείς θα ξεφύγουμε από τη δική μας; «Αν εννοείτε την προσωπική, όχι, δεν θα ξεφύγουμε. Ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος από τη βαρβαρότητα. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός χτύπησε τους εμπόρους στον ναό. Στις ερωτικές σχέσεις σε τυραννάει ο άλλος, αλλά μένεις, γιατί πολλές φορές έχεις ανάγκη τη βαρβαρότητά του».
Από την πολιτική βαρβαρότητα υπάρχει διαφυγή; «Οταν έρθει η ημέρα να τελειώσει αυτή η βαρβαρότητα, θα τη διαδεχθεί μια άλλη».
Οι ανθρωποθυσίες που γίνονται στο έργο στο όνομα της θεάς Αρτεμης γίνονται σήμερα στο όνομα άλλων θεών. Ενας κόσμος χωρίς Θεό θα ήταν καλύτερος; «Χρειαζόμαστε κάποιον να παρακαλάμε, να φοβόμαστε. Xωρίς Θεό, νομίζω το χάος θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο».
Τον Ορέστη πώς τον προσεγγίσατε; «Σαν έναν ήρωα που δεν είναι ήρωας. Δεν μπαίνει με επικό ύφος, αλλά με ένα παράπονο, "γιατί με τυραννάτε;". Στην ίδια διάθεση, σε αυτό το "μη με βασανίζετε", βρίσκομαι και εγώ σήμερα. Γιατί τα 3/4 του ρόλου είμαι εγώ, όπως και κάθε ηθοποιός που ερμηνεύει έναν ρόλο».
Σας επέκριναν, πάντως, επειδή βάλατε στον Ορέστη και το στοιχείο του χιούμορ. «Δεν το έβαλα εγώ να τους πείτε, ο Ευριπίδης το έβαλε. Ας διαβάσουν το κείμενο».
Εξαιτίας των προβλημάτων του ΚΘΒΕ, όπως γνωστοποιήσατε όλοι οι συντελεστές και στην Επίδαυρο, είστε απλήρωτοι... «Για να μην κάνω τον ήρωα, είναι χρήματα που κάποια στιγμή θα πάρουμε. Και υπάρχει κάτι ισότιμο εδώ: δεν είναι ότι πληρώνεται ο διευθυντής και δεν πληρώνονται οι ηθοποιοί. Κανείς δεν πληρώνεται. Στο ΚΘΒΕ δεν κάνει κάποιος κάτι κακό. Είμαι σίγουρος ότι ο μέχρι προσφάτως διευθυντής Γιάννης Βούρος παρέλαβε χάος και πάλι καλά που παρέμεινε ψύχραιμος».
Ποια η γνώμη σας για τους κριτικούς;
«Ενας κριτικός πρέπει να βλέπει μια παράσταση τρεις φορές για να μπορεί να γράψει. Αν έρθει μόνο μία ημέρα, μπορεί να τύχει ο μισός θίασος να μην είναι καλά. Επίσης, όταν κυκλοφορήσει στα καμαρίνια ότι ο τάδε είναι ανάμεσα στο κοινό, κουμπώνει το γρανάζι και πάει το ρολόι. Δεν με πειράζει αυτό που θα γράψεις, αλλά το ότι κρίνεις μια δουλειά πολλών μηνών από μία ώρα».
Κάθε κοινό έχει την παράσταση που του αξίζει; «Ο ηθοποιός λέει "εγώ κάνω κουμάντο εδώ μέσα" και ο θεατής "εγώ, όμως, πληρώνω". Tαυτόχρονα, ωστόσο, θέλουν και οι δύο να περάσει ο άλλος καλά. Βλέπεις, λοιπόν, παραστάσεις στις οποίες δεν υπάρχει επικοινωνία και άλλες όπου αυτό που συμβαίνει είναι οργασμικό».
Το κοινό πρέπει να εξελίσσεται; «Ναι. Μου λένε "δεν παίζεις όπως έπαιζες στην τηλεόραση και δεν μ' αρέσεις". Μα εδώ είναι θέατρο και εγώ δεν μπορώ να παίζω όπως πριν από οκτώ χρόνια, είμαι ένας άλλος. Εντάξει, υπάρχουν θεατές κολλημένοι στο παρελθόν και αν δεν παίξεις, για παράδειγμα, όπως η Παξινού, δεν είναι ευχαριστημένοι. "Πλήρωσα" σου λένε. "Ε! πήγαινε πλήρωσε να δεις την Παξινού σε βίντεο"».
Την ταμπέλα του ζεν πρεμιέ τη φοβηθήκατε; «Ναι. Συνήθως οι σκηνοθέτες θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους γρήγορα, "να πάρουμε τον Γιώργο να κάνει τον βαρύ". Εγώ είπα "όχι" σε δουλειές που ήθελαν να κάνω τον ωραίο. Μετά τον ζεν πρεμιέ της τηλεόρασης υποδύθηκα στο θέατρο μια γυναίκα (την Κλεονίκη στη "Λυσιστράτη") και το κυνήγησα με λύσσα. Κρατάω αυτό που μου είπε ο Γιάννης Μπέζος, "είσαι ζεν κομίκ"».
Γιατί πάντοτε σε συνεντεύξεις διαχωρίζετε τον έρωτα από την καψούρα; «Στην καψούρα θέλεις ο άλλος να πεθάνει. Στον έρωτα λες "μη μου πεθάνεις τώρα που σε βρήκα"». l
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Αυγούστου 2015
No comments:
Post a Comment