Η ΑΥΓΗ: 12/08/2012
Ο μολιερικός Αμφιτρύων του 1668 βασίζεται στην ομώνυμη ρωμαϊκή κωμωδία του Πλαύτου (3ος αιώνας π.Χ.), που και εκείνος στηρίχθηκε σε παλιότερα, μη σωζόμενα έργα (ο Άρχιππος είχε γράψει μια κωμωδία με τον ίδιο τίτλο περίπου στα 415 π.Χ, όπως και ο Ρίνθων, από τις Συρρακούσες, στα τέλη του 4ου αιώνα. Το θέμα ήταν, όπως καταλαβαίνουμε, ιδιαίτερα δημοφιλές).
Ο «Αμφιτρύων» του Λευτέρη Βογιατζή στην Επίδαυρο από το Εθνικό Θέατρο
Κεντρικό θέμα είναι... τα συζυγικά παραστρατήματα του θεού Δία... που του αρέσουν οι θνητές γυναίκες, ιδιαίτερα οι παντρεμένες. Αυτό, όμως, σε πρώτη ανάγνωση, επειδή οΑμφιτρύων, όπως όλα τα έργα του Μολιέρου, δεν είναι απλή κωμωδία. Είναι ένα παλίμψηστο, με επάλληλα στρώματα γραφής. «Ξεφλουδίζουμε» τη λεπτή κωμωδία, τη σάτιρα, τη φάρσα, για να φθάσουμε... εκεί όπου δεν έχει άλλο, στο έρεβος της ύπαρξης... Όλα αυτά πρέπει να τα διαβάσουμε χωριστά, ένα-ένα, πριν επιχειρήσουμε τη σύνθεσή τους.
Ο Μολιέρος, από τη μία μεριά, εκθέτει τα απερίγραπτα καμώματα της απόλυτης μοναρχίας, του βασιλιά Ήλιου, Λουδοβίκου 14ου («Το κράτος είμαι εγώ») και της αποχαλινωμένης αριστοκρατίας. Από την άλλη μεριά, ασκεί οξεία κριτική και στον γεννώμενο αστισμό, που με όπλο του το καρτεσιανό cogito και την «απόλυτη αλήθεια της ανθρώπινης συνείδησης που πραγματώνει τον εαυτό της» ετοιμάζεται να κατακτήσει με τη βία τον κόσμο.
Χωρίς να παύει ούτε στιγμή να είναι ο ίδιος αστός και ουμανιστής, «βλέπει», από τότε, ότι ο ουμανισμός της Δύσης έχει «καβαλήσει» όχι τον κάλαμο του Εράσμου αλλά το καλάμι της απεριόριστης ισχύος και της ασταμάτητης επέκτασης. Επικαλείται, λοιπόν, το αρχαίο μοτίβο του απατηλού προσωπείου και της δόλιας διπλότητας, για να ξεσκεπάσει και τους πουριτανούς και τους ελευθεριάζοντες -δυο όψεις, ίσως, ενός νομίσματος. Δεν είναι παράξενο ότι τον καταδίωξαν, στο τέλος, και οι μεν και οι δε.
Χωρίς να παύει ούτε στιγμή να είναι ο ίδιος αστός και ουμανιστής, «βλέπει», από τότε, ότι ο ουμανισμός της Δύσης έχει «καβαλήσει» όχι τον κάλαμο του Εράσμου αλλά το καλάμι της απεριόριστης ισχύος και της ασταμάτητης επέκτασης. Επικαλείται, λοιπόν, το αρχαίο μοτίβο του απατηλού προσωπείου και της δόλιας διπλότητας, για να ξεσκεπάσει και τους πουριτανούς και τους ελευθεριάζοντες -δυο όψεις, ίσως, ενός νομίσματος. Δεν είναι παράξενο ότι τον καταδίωξαν, στο τέλος, και οι μεν και οι δε.
Όλοι και όλα στον Αμφιτρύωνα είναι διπλά. Και οι θεοί «επάνω» και οι άνθρωποι «κάτω». Και οι «αφέντες» και οι «δούλοι». Και ο Δίας και ο Ερμής, και ο Αμφιτρύων και ο Σωσίας. Ακόμα και η φαινομενικά απλή Αλκμήνη είναι (αυτή κατεξοχήν!) ένα «κουτί με διπλό πάτο». Ο μηχανισμός της εξαπάτησης με τους αντικριστούς καθρέφτες τίθεται σε λειτουργία, το ελατήριο της επανάληψης απελευθερώνεται, το παιχνίδι της μαριονέτας αρχίζει.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ που σκηνοθέτησε στο ασφυκτικά γεμάτο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ο Λευτέρης Βογιατζής, μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, διαβάζει, πρώτα, ένα-ένα τα διαφορετικά επίπεδα του έργου, για να τα συνθέσει, μετά, με μαεστρία.
Εύρημα κεντρικό της παράστασης είναι το «καρουζέλ»: ένα παίγνιο μηχανικό των λούνα παρκ, με περιστρεφόμενες αιωρούμενες ανθρώπινες κούκλες, που η δύναμη της αδράνειας τις κάνει να μοιάζουν ιπτάμενες. Γύρω από το «καρουζέλ» της μοίρας ή γαϊτανάκι, παίγνια και αθύρματα των θεών, «πετούν» τα πρόσωπα της κωμωδίας, με τους ξυλοπόδαρους, ζογκλέρ θεούς να μπλέκουν ανάμεσά τους.
Και η εργώδης, ευρηματική μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη ακολουθεί τον ίδιο δρόμο: ένα περιστρεφόμενο «καρουζέλ» ανισοσύλλαβων, αιωρούμενων, ομοιοκατάληκτων στίχων, με βάση το δεκαπεντασύλλαβο. Ανάμεσα στη σκηνοθεσία και στη μετάφραση έχω την εντύπωση ότι παίχτηκε, συνειδητά ή ασυνείδητα, μια μικρή εμφύλια μάχη... με όλους, βέβαια, τους κανόνες της ιπποσύνης. Οι μηχανισμοί της μετάφρασης ωθούσαν στην επιφάνεια κατά προτεραιότητα το στίγμα της ευφυούς κωμωδίας, ενώ οι αντίστοιχοι της σκηνοθεσίας - διδασκαλίας ευνοούσαν την ανάδειξη του υπαρξιακού στοιχείου, της διχασμένης ταυτότητας. Η... νικήτρια στα σημεία σκηνοθεσία έδωσε σκόπιμα τον ανθρώπινο λόγο λίγο έως πολύ συγκοπτόμενο, έτσι ώστε να κάμπτεται ο δεκαπεντασύλλαβος, να θραύεται η κωμική ρίμα, οι λέξεις να προηγούνται των γεγονότων και ο θεατής να συλλαμβάνει πρώτα νοητικά τη γλωσσική και φιλοσοφική «τρύπα» μέσα στην οποία πέφτουν οι ήρωες, πριν γελάσει με το πάθημά τους...
[Δεν γνωρίζω αν και πόσο η σκηνοθεσία επηρεάστηκε σε αυτό και από τη γνωστή, δημοσιευμένη επιστολή του Αδαμάντιου Κοραή στον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη, με αφορμή τη μετάφραση του Ταρτούφου στη Βιέννη στα 1815. Την παραθέτω, ωστόσο, αποσπασματικά: «Πηγή πρώτη δυσκολεύουσα την ακριβή μετάφρασιν είναι η βάρβαρος ρίμα, ήτις επροσκολλήθη και εις ημάς ως ψώρα. Εις τας βαρβάρους των Ευρωπαίων γλώσσας, ήτον ίσως αναγκαίον το ομοιοτέλευτον, δια να μετριάσει την τραχύτητα. Αλλ’ εις την ιδικήν μας, αν και βαρβαρωθείσαν, πολύ όμως υπερτέραν εκείνων, η ρίμα εμβήκε δι’ οργήν των μουσών. Αλλ’ είναι νόστιμος εις την ακοήν - Αι! και τι δεν κάμνει νόστιμον η έξις; (...) Όπως αν είναι, παρακαλώ και σε και τους ομοίους σου στιχουργούς, εάν δεν είναι -και φοβούμαι ότι δεν είναι- πλέον δυνατόν, να εξορίσετε την ρίμαν, να φυλάξετε καν εις την γλώσσαν την εξουσίαν και των ανομοιοτελεύτητων στίχων, και να μεταφράζετε κάποτε τας ξενικάς κωμωδίας και εις πεζόν λόγον"].
Δημιουργήθηκε, πάντως, έτσι ένα ενιαίο πεδίο σώματος - λόγου, κάτι σαν μαγνητικό πεδίο της γλώσσας, πάνω στο οποίο «γλιστρούσαν» οι ηθοποιοί - ακροβάτες με άνεση (κίνηση του Ερμή Μαλκότση).
Οι τέσσερις άνδρες ηθοποιοί χαράζουν ένα αδρό υποκριτικό τετράγωνο. Ο Δημήτρης Ήμελλος, μονολεκτικά έξοχος, ένας α λα Μπάστερ Κήτον υπηρέτης - «Σωσίας». Ο είρων «Ερμής» του Χρήστου Λούλη, απολαυστικός, και έξω από τα γνωστά «κλισέ» του ρόλου. Ο... μπερμπάντης «Δίας» του Νίκου Κουρή... με την απαιτούμενη κωμική αυστηρότητα και ο... ατυχής «Αμφιτρύων» του Γιώργου Γάλλου, αμφίστομα κωμικός.
Οι τρεις γυναίκες ηθοποιοί εγγράφουν ένα αντίστοιχο εντελές υποκριτικό τρίγωνο. Η Αμαλία Μουτούση («Αλκμήνη») διαθέτει φυσικούς συγκοπτόμενους ρυθμούς ανάσας - λόγου, τους οποίους η σκηνοθεσία αξιοποίησε. Η Εύη Σαουλίδου είναι ωρολογιακά ακριβής ως «στριγκλίτσα τσέπης» («Κλεάνθη»), και η Στεφανία Γουλιώτη («Νύχτα»), κορυφώνει το αίνιγμα της ύπαρξης, μεταμορφωμένη σε ένα ωραίο, ψυχρό, ορειχάλκινο, αναγεννησιακό noctis agalma. Τον εύρυθμο άτυπο «χορό» αποτελούν οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Νικόλας Χανακούλας, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης.
Το σκηνικό της Μανιδάκη ευφυές και χρηστικό, τα μικτά κοστούμια του Μέντη «χάρμα», η μουσική του Καμαρωτού «στεγάζει» και οι φωτισμοί του Παυλόπουλου ντύνουν την, με απόσταση, καλύτερη, ώς τα σήμερα, παράσταση των φετινών Επιδαυρίων.
No comments:
Post a Comment