- Με δύο συναρπαστικούς ερμηνευτές, τον Μαρκ Ράιλανς και τον Μάλκολμ Σινκλέρ
The Observer
Το φετινό ολυμπιακό καλοκαίρι είναι μια εκπληκτική περίοδος για το θέατρο. Μέσα σε δέκα μέρες οι δύο πιο συναρπαστικοί σαιξπηρικοί ερμηνευτές ανέβηκαν στη σκηνή για να ενσαρκώσουν αντιήρωες. Την περασμένη εβδομάδα ο Σάιμον Ράσελ Μπιλ, ο πιο εσωτερικός και λεπταίσθητος ηθοποιός, έδωσε μια ερμηνεία υψηλής έντασης στο «Τίμων ο Αθηναίος», αναζωογονώντας ένα έργο που σπανίως βλέπουμε. Και τώρα ο Μαρκ Ράιλανς, πρωτεϊκή σκηνική παρουσία, μας δίνει την ευκαιρία να αναθεωρήσουμε δραστικά έναν από τους πιο οικείους σαιξπηρικούς ρόλους. Αν υπάρχει κάποιος φτιαγμένος για να δώσει στον Ριχάρδο τον Γ΄ νέα μορφή και πνεύμα -μια απάντηση στον Λόρενς Ολίβιε- αυτός είναι ο Μαρκ Ράιλανς. Μας προσφέρει έναν εντελώς αναπάντεχο βασιλιά, με εντελώς διαφορετική συναισθηματική και φυσική σιλουέτα. Χωρίς καμπούρα, χωρίς στραβό χαμόγελο, χωρίς σκιά που παραμονεύει, χωρίς σαρδόνια κολακεία. Αντ’ αυτών, έχουμε μια γεροδεμένη φιγούρα με ελαφρά σερνάμενο βάδισμα, ανεπιτήδευτες κωμικές στιγμές και αναπάντεχα ξεσπάσματα οργής, μια φωνή συχνότερα έκπληκτη παρά ύπουλη. Αιφνιδιάζει στην αρχή το κοινό («τώρα είναι ο χειμώνας της δυσαρέσκειάς μας») ξεσπώντας σ’ ένα μονόλογο προτού ακόμα συνειδητοποιήσεις ότι βρίσκεται επί σκηνής, παίζοντας με σατιρικό οίστρο με την ιδέα των μελλοντικών ένδοξων καλοκαιριών, πραγματικών και μεταφορικών.
- Εξοικείωση με τη γλώσσα
Αποδεικνύει την καταλληλότητα του Globe -του θεάτρου «ελισαβετιανής εποχής» που ο ίδιος το έκανε αγαπητό σε πείσμα της αρχικής γκρίνιας των κριτικών- γι’ αυτόν τον κορυφαίο υποκριτή του σαιξπηρικού πανθέου, στροβιλίζοντας τον χρυσό μανδύα του έτσι που φαίνεται σαν να χαϊδεύει τα κεφάλια των θεατών που γελάνε με τα αστεία του. Και πάνω απ’ όλα, επιδεικνύει την εκπληκτική εξοικείωσή του με τη σαιξπηρική γλώσσα. Χωρίς ποτέ να χάνει τον ρυθμό του στίχου, τον αποδίδει σαν να είναι σε απόλυτη συνέχεια με τον τρόπο ομιλίας του 21ου αιώνα. Καθώς η εξουσία του αρχίζει να ξεφτίζει, σκοντάφτει πάνω σε μερικές λέξεις, επαναλαμβάνει άλλες σαν να θέλει να τονώσει τον εαυτό του, και κομπιάζει καθώς ψάχνει για την επόμενη φράση.
Κι όμως. «Είμαι αποφασισμένος να αποκαλύψω έναν κακούργο», δηλώνει ο Ριχάρδος του Ράιλανς στην αρχή του έργου, αλλά δεν εκπληρώνει την υπόσχεσή του. Η ερμηνεία του δίνει μια λεπταίσθητη, ευφυή εκδοχή της δηλητηριώδους βασιλικής αράχνης -παρουσιάζοντας τον Ριχάρδο σαν έναν ψυχικά διαταραγμένο και αποκλεισμένο έφηβο- δεν φέρνει όμως στην παράσταση την αίσθηση δυναμικής απειλής, και αυτό είναι κρίσιμης σημασίας για ένα από τα πιο συναρπαστικά έργα του Σαίξπηρ. Είναι μια παράσταση που την χαρακτηρίζει περισσότερο η κομψότητα παρά η αγωνία.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Τιμ Κάρολ, που ανατρέχει στις «αυθεντικές πρακτικές» -σε αντιδιαμετρική αντίθεση προς την εκσυγχρονιστική άποψη του Νίκολας Χάιτνερ στο «Τίμων ο Αθηναίος»- περιλαμβάνει κοστούμια ελισαβετιανής εποχής, τέλεια συντονισμένους μουσικούς που παίζουν οξύαυλους και σαμβύκες στη γαλαρία, μια σχεδόν γυμνή σκηνή και αποκλειστικά άρρενες ηθοποιούς. Ολα αυτά, όπως έχει αποδείξει το θέατρο Globe, μπορούν να γοητεύσουν το κοινό. Εδώ, ωστόσο, οι επιβλητικές «γυναίκες» με τις σοπράνο φωνές (με τις οποίες ταιριάζει παράξενα η ανδρόγυνη φωνή του Ράιλανς) είναι γοητευτικές, κομψές σαν χορεύτριες, αλλά υπερβολικά αρχοντικές και όμοιες μεταξύ τους. Είναι κρίμα που η αθυρόστομη Βασίλισσα Μαργαρίτα έχει «κοπεί» τελείως από το έργο. Ο Ρότζερ Λόιντ Παρκ ερμηνεύει δεξιοτεχνικά τον Μπάκιγχαμ, ενώ, σε διπλούς ρόλους, ο Πολ Τσαλίντι (ως Χάστινγκς και Ταϊρέλ) και ο Πίτερ Χάμιλτον (Μπράκενμπέρι και Κέιτεσμπι) δίνουν ερμηνείες με ενδιαφέρουσες σκοτεινές αποχρώσεις.
- Μεγάλη ευγλωττία
Ο Τζορτζ Μπέρναρ Σο είχε δώσει μια από τις πιο ευφυείς και ζωηρόχρωμες περιγραφές για τον Ριχάρδο τον Γ΄, παρομοιάζοντάς τον με τον Punch, τον δημοφιλή «κακό» ήρωα του παραδοσιακού αγγλικού κουκλοθεάτρου. Το έργο, έγραψε, «είναι γεμάτο διαβολιά, χιούμορ και σθένος, παρουσιασμένο με οργιώδη δυναμισμό». Οξυδερκής θεατρικός κριτικός όσο λίγοι, ο Σο ήξερε για τι μιλούσε. Το παράξενο με τα δικά του έργα είναι πως όταν διαβάζονται φαίνονται υπερβολικά εύγλωττα για να λειτουργήσουν επί σκηνής, κι ωστόσο η σκηνή είναι ο τόπος όπου λειτουργούν καλύτερα.
Το έργο του «Το δίλημμα του γιατρού» είναι πράγματι πολύ καλύτερο -πιο πνευματώδες και αιχμηρό- στη σκηνή απ’ όσο φαίνεται όταν το διαβάζεις. Η παράσταση που σκηνοθέτησε η Νάντια Φολ, στο ντεμπούτο της στο National Theatre, αναδεικνύει τις αρετές του έργου και το σκηνικό του Πίτερ Μάκιντος δίνει τη σωστή ατμόσφαιρα. Εξαιρετικός στον ρόλο του γιατρού ο Μάλκολμ Σινκλέρ: γεμάτος επαγγελματική αυτοπεποίθηση, εκτοξεύει τις λέξεις σαν να είναι βέλη και ενθουσιάζεται από την ίδια την ευγλωττία του καθώς επιτίθεται στη συμβατική ηθικολογία. Παρότι όλοι κινούνται κάπως αργά, με υπερβολική αυστηρότητα και έμφαση στον αντίλογο, τα επιχειρήματα του έργου προβάλλονται αποτελεσματικά.
- Το δίλημμα του γιατρού
Εάν ένας γιατρός έρχεται αντιμέτωπος με δύο ασθενείς που «διεκδικούν» περιορισμένους πόρους, ενώ ο θάνατος απειλεί και τους δύο, πώς μπορεί (και το 1906 η επιλογή ήταν πράγματι μόνο στα χέρια του) να αποφασίσει τι θα κάνει;
Πώς μπορείς να θεραπεύσεις ένα άτομο γνωρίζοντας ότι «κάποιος άλλος θα πρέπει να φύγει»; Πρέπει ένας προικισμένος καλλιτέχνης να σωθεί εις βάρος ενός άλλου γιατρού, αν μάλιστα ο καλλιτέχνης είναι ένας σκληρός, κακότροπος τύπος ενώ ο γιατρός ευπρεπής και έντιμος;
Το δίλημμα στο έργο του Τζορτζ Μπέρναρ Σο είναι ταυτόχρονα οξύ και ανθεκτικό στον χρόνο. Η παράσταση μπορεί να είναι τοποθετημένη στην εποχή της συγγραφής του έργου, ωστόσο δεν υπάρχει στιγμή τα τελευταία εκατό χρόνια που να μην ίσχυε το τρομακτικό αυτό δίλημμα.
Σε κάθε περίπτωση, ο προβληματισμός του Σο πηγαίνει πολύ βαθύτερα: εκθέτει τους «λειτουργούς της υγείας» όχι μόνο σαν μια ομάδα υπερφίαλων που χαίρονται να καβγαδίζουν μεταξύ τους, αλλά και σαν ένα σύνολο ανθρώπων που έχουν μετατραπεί σε αργυρώνητους από το σύστημα ιδιωτικής ιατρικής. Το έργο του ήταν μια έκκληση για να δημιουργηθεί μια δημόσια υπηρεσία υγείας.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/08/2012
No comments:
Post a Comment