«Αρνούμαι να μπω στη λογική του φόβου», δηλώνει η Λυδία Φωτοπούλου λίγο πριν από την πρεμιέρα του «Ο Ορφέας στον Αδη»
- Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 30/9/2012
Γεννήθηκε στην Καβάλα, έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στη Θεσσαλονίκη και τα τελευταία οκτώ χρόνια η ηθοποιός Λυδία Φωτοπούλου ζει μόνιμα στην Αθήνα. Τη συναντήσαμε στο αθηναϊκό της σπίτι, σ’ ένα μικρό δρομάκι στο Μετς. Εχοντας περάσει πολλά από τα χρόνια της επαγγελματικής της ζωής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, τα τελευταία, τα «αθηναϊκά», συνεργάζεται κυρίως με την κρατική σκηνή της Αθήνας, το Εθνικό Θέατρο. Σε λίγες ημέρες θα υποδυθεί τη Λέιντι, την ηρωίδα του Τενεσί Γουίλιαμς σ’ ένα έργο που παρουσιάζεται σπάνια, «Ο Ορφέας στον Αδη». Με φόντο ένα αθηναϊκό σούρουπο έγινε η κουβέντα μας, που ξεκίνησε από τη σύγκριση Αθήνας - Θεσσαλονίκης και πήγε σε πολλά άλλα.
«Αν εξαιρέσει κανείς τα 13 πρώτα επαγγελματικά μου χρόνια που ήταν στο ΚΘΒΕ, μετά στην Αθήνα ερχόμουν συχνά για δουλειά. Εκανα μία παράσταση στην Αθήνα, μία στη Θεσσαλονίκη. Δεν μου ήταν μια άγνωστη πόλη, έτσι κι αλλιώς, επειδή υπήρχαν συγγενείς ερχόμουν και στην εφηβεία μου. Πάντα είχα μια αγάπη στη Θεσσαλονίκη, στην παραλία, στη θάλασσα. Μ’ αρέσει να έχω ορίζοντα. Αλλά κάποια στιγμή μέσα μου, και πονάω που το λέω, μου τελείωσε η Θεσσαλονίκη. Η Αθήνα μού αρέσει πολύ, μ’ αρέσει να περπατώ στους δρόμους της και γι’ αυτό θυμώνω που έγινε έτσι. Θυμώνω που καμιά φορά φοβάμαι να περπατήσω, παρ’ όλο που αρνούμαι να μπω στη λογική του φόβου. Λέω θα προσέχω λίγο παραπάνω και δεν θα φοβάμαι. Στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει αυτό το συναίσθημα. Ημουν πρόσφατα με μια φίλη και πίναμε καφέ. Εκείνη είχε αφήσει την τσάντα δίπλα της στην καρέκλα, κι εγώ την κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου»!
Η Λυδία Φωτοπούλου έπαιξε επαγγελματικά την πρώτη της παράσταση το 1975, ούσα μαθήτρια της Δραματικής Σχολής, «στα 19 μου χρόνια». Μπήκε αμέσως στο ΚΘΒΕ, «ήμουνα τυχερή», λέει. Και επισημαίνει ότι ήταν πολύ πιο εύκολα όλα. «Τότε είχαμε δώσει περίπου 70 άτομα εξετάσεις για το ΚΘΒΕ. Τώρα ακούς κάτι απίστευτα νούμερα». Ακολούθησε αυτόν τον δρόμο χωρίς να ξέρει αρχικά τι την τραβάει και χωρίς να υπάρχει κάποια οικογενειακή καλλιτεχνική παράδοση. Το αντίθετο. «Ο μπαμπάς μου έπαθε σοκ. Αλλά ήταν τόσο καλός και δεν μου χαλούσε κανένα χατίρι. Ηταν όμως μια εποχή που ανησυχούσαν ειδικά για τα κορίτσια, από ηθικής άποψης... Θυμάμαι είχε ρωτήσει τον Γιάννη Βόγλη: “Πώς ν’ αφήσω το κορίτσι μου να πάει στο θέατρο;” Και ο Βόγλης τού είχε απαντήσει: “Την έχεις μεγαλώσει σωστά; Τότε μη φοβάσαι”».
Το «μεγάλο μυστήριο»
Οταν τη ρωτάω αν μετάνιωσε για τη διαδρομή που ακολούθησε, αναπηδά στη θέση της. «Εγώ; Καθόλου. Αν είναι δυνατόν. Αν είχα κάνει οτιδήποτε άλλο θα είχα βαρεθεί απίστευτα». Της αρέσει πολύ να μιλάει για τις λεπτομέρειες αυτής της δουλειάς, για το «μεγάλο μυστήριο» που προσπαθείς να λύσεις σε κάθε ρόλο, για τη διαρκή προσπάθεια να βολέψει πράγματα του έξω κόσμου με τον μέσα της κόσμο. Και δεν ξεχνάει ν’ αναφερθεί στην «καλή τύχη» που είχε στη διαδρομή της και προσθέτει: «Ευγνωμονώ όλους όσοι με φώναξαν να κάνω πράγματα που δεν πίστευαν ότι μου πηγαίνουν. Γιατί από τα νιάτα μου μου μπήκε η ταμπέλα ότι είμαι μία ενζενί, ευαίσθητη κ.λπ. Ομως η κωμωδία, και μάλιστα ένα συγκεκριμένο είδος κωμωδίας, μου αρέσει πάρα πολύ».
Το θέατρο είναι πολύ παρόν σε κάθε φράση ή σκέψη της Λυδίας Φωτοπούλου. Ετσι, της ζήτησα να μου σχολιάσει κάποιες φράσεις από το έργο του Τενεσί Γουίλιαμς που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σήμερα.
«Ισόβια απομόνωση στο μοναχικό μας πετσί»: «Ο Τενεσί Γουίλιαμς θεωρείται ο ποιητής της μοναξιάς και των χαμένων ψυχών και συχνά τον κατηγόρησαν για μελοδραματισμό. Πιστεύω ότι σε αυτό το έργο η θέση του είναι τελείως πολιτική. Το θέμα της έλλειψης συναίσθησης στο ανθρώπινο είδος συνεχίζεται αδιάκοπα. Δεν συναισθανόμαστε ο ένας τον άλλον, η κοινωνία μας είναι ακόμα πολύ ατομική, οι συμμαχίες γίνονται συνήθως από συμφέρον και όχι από αγάπη και στρέφονται στα άτομα που δεν εντάσσονται εύκολα, στους διαφορετικούς, στους ευαίσθητους, σ’ εκείνους που δεν δέχονται τις έτοιμες απαντήσεις και ρωτάει διαρκώς και αναζητάει. Ζούμε σε μια εποχή που δεν έχει ήχους, έχει πάρα πολύ θόρυβο. Και το να θελήσεις να αναζητήσεις ξανά αυτούς τους ήχους –της συναίσθησης και της επικοινωνίας– είναι πολιτική στάση».
Το κάτι «άλλο»
«Η διαφθορά δεν είναι η απάντηση»: «Ναι, αυτό είναι μια φράση της Λέιντι που λέει ότι δεν μπορεί να υπάρχει μόνο αυτό στις σχέσεις των ανθρώπων. Πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο. Κι εγώ το πιστεύω. Ο άνθρωπος είναι ικανός και για κάτι άλλο. Ακόμα όμως είμαστε πολύ μακριά από αυτό το “άλλο”».
«Πρέπει να έχεις όραμα για να δεις»: «Πώς μπορείς να ανακαλύψεις την ομορφιά σ’ αυτή την κοινωνία; Πρέπει να οραματιστείς ότι υπάρχει κάτι άλλο πίσω απ’ όσα βλέπουμε. Και αυτό που μας λείπει είναι οι οραματιστές, οι ποιητές... Μόνο που οι διαφορετικές φωνές αντιμετωπίζονται συχνά με βία. Οπως η πρόσφατη περίπτωση με τη Λένα Κιτσοπούλου, που μιλάει με άγρια φωνή –αλλά είναι ήχος, δεν είναι θόρυβος– γι’ αυτή την εποχή που ακόμα κι έναν ήρωα θα τον κατέστρεφε. Για όλα μπορεί να μιλήσει ένας δημιουργός με κρίση και με όραμα. Και όμως, αντιμετωπίστηκε με απίστευτη βία και με όπλο τα στερεότυπα».
«Η σήψη είναι αργή»: «Αυτό ακριβώς ζούμε σήμερα, μια πολύ αργή σήψη, που απλώς τώρα πια έχει βγει κάτω από το δέρμα κι έχει φανεί το πύον κι έχει βγει και η μυρωδιά της. Δεν μπορούμε να κρυφτούμε. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξη, γιατί δεν είναι μόνο οι πολιτικοί. Ανησυχώ και για εμάς τους ίδιους. Κι εμείς έχουμε χάσει την αίσθηση για το τι είναι η ζωή μας, ποια θα έπρεπε να είναι, τι είναι ο διπλανός μας, τι κάνουμε με αυτά που έχουμε, με αυτά που μας δόθηκαν, με αυτά που δεν δίνονται».
Στο έργο του Τενεσί Γουίλιαμς είναι πολύ παρόντα τα θέματα των ξένων, των διαφορετικών, η σκληρότητα των στεγανών μιας κοινωνίας. Πόσο το βλέπει στη σύγχρονη κοινωνία αυτό; «Ο ίδιος ο Γουίλιαμς είχε νιώσει στο πετσί του αυτή τη συμπεριφορά και είχε συναισθανθεί ότι ο άνθρωπος είναι έτοιμος για τη μεγαλύτερη σκληρότητα και βία. Σ’ ένα άλλο έργο του λέει ότι “το μόνο που μου προκαλεί αηδία είναι η βία και η κακία”. Εβλεπε ότι ο άνθρωπος, προφυλαγμένος μέσα στα κοινωνικά σχήματα που φτιάχνει, εύκολα γίνεται ρατσιστής, φτάνει στον φασισμό και δεν αποδέχεται καθόλου την ιδέα του άλλου. Και αυτό, δυστυχώς, το βιώνουμε και σήμερα. Στα έργα του Τ. Γ. κυριαρχούν οι άνθρωποι που είναι σίγουροι για τα πιστεύω τους και τις επιλογές τους, καθορίζουν τη μοίρα των άλλων και γίνονται οι ίδιοι ο νόμος. Και αυτό το βλέπουμε σήμερα με αποτροπιασμό. Το έργο μας είναι βασισμένο στον μύθο του Ορφέα που κατεβαίνει στον Αδη. Η μόνη διαφορά που υπάρχει από τον μύθο είναι ότι ο Αδης, αυτός που όλοι φοβόμαστε, συγκινείται από τη μουσική του Ορφέα και του δίνει την ευκαιρία να ξαναπάρει την Ευρυδίκη. Στο έργο του Τενεσί Γουίλιαμς οι άνθρωποι είναι χειρότεροι από τον Αδη, δεν μπορούν να συγκινηθούν».
Μια πρόβα του έργου στη Νέα Σκηνή
Η σκηνοθέτις της παράστασης, η καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου Neumarkt της Ζυρίχης, Μπάρμπαρα Βέμπερ, άλλαζε διαρκώς θέση στη διάρκεια της πρόβας για να βλέπει από κάθε γωνία της Νέας Σκηνής. Οταν δεν της άρεσε κάτι, διέκοπτε ευγενικά, υποδείκνυε και ζητούσε επανάληψη. Το σκηνικό ήταν σχεδόν έτοιμο: μερικές καρέκλες φερ φορζέ, δεκάδες παπούτσια 50’s, ένας πάγκος με ταμειακή μηχανή της ίδιας εποχής, ένα επιτοίχιο τηλέφωνο με καντράν... Επιασα πολλές φορές το βλέμμα της Μπάρμπαρα Βέμπερ να αναζητεί τις αντιδράσεις του «πρώτου θεατή». Και ήρθε πολλές φορές δίπλα μου να με ρωτήσει, να μου εξηγήσει. «Ο Ορφέας στον Αδη» είναι μια σύγχρονη μεταφορά του μύθου του Ορφέα, τοποθετημένου στην Αμερική της δεκαετίας του 50’s, σ’ ένα αυστηρό κοινωνικό περιβάλλον, περιχαρακωμένο, που δεν δέχεται καμία ευαισθησία, καμία διαφορετικότητα. Ενα κείμενο που συνομιλεί πολύ συχνά με όσα ακόμα βλέπουμε πολύ καθαρά στις σημερινές κοινωνίες, στις σημερινές ανθρώπινες συμπεριφορές. Στην παράσταση παίζουν ακόμη: Νίκος Αλεξίου, Μισέλ Βάλλεϋ, Γιώργος Κοτανίδης, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Θέμις Μπαζάκα, Αλκηστις Πουλοπούλου, Γιούλικα Σκαφιδά, Αγγελος Τριανταφύλλου, Μηνάς Χατζησάββας. Πρεμιέρα: 17 Οκτωβρίου.
No comments:
Post a Comment