Με το έργο «Ο δρόμος περνάει από μέσα» αποφάσισε το Θέατρο Τέχνης, στα εβδομήντα χρόνια λειτουργίας του (1942-2012), να τιμήσει τη μνήμη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, συγγραφέα που συνέδεσε στενά τη δημιουργία του με το συγκεκριμένο θέατρο.
Το έργο, που γράφτηκε το 1990 και πρωτοπαίχτηκε την ίδια χρονιά από τον θίασο της Μαριέττας Ριάλδη, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, μόλις ανέβηκε στο «Υπόγειο», σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου, σκηνικά-κοστούμια Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, μουσική Μαρίνας Χρονοπούλου.
Με όχημα μια φαινομενικά απλή ιστορία, ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα πεδίο σύγκρουσης αρχών και αξιών, μια μάχη ανάμεσα στον παλιό, εύθραυστο κόσμο που υποχωρεί και σε κείνον που έρχεται αδίστακτος, ακαλλιέργητος και σαρωτικός στο πέρασμά του. Χωρίς να λείπουν τα κωμικά στοιχεία, οι ήρωες είναι πρόσωπα ζωντανά, αναγνωρίσιμα γύρω μας. Είναι άνθρωποι που μεγάλωσαν με το όνειρο της «αρπαχτής» για να καταλήξουν χαμένοι, μπερδεμένοι και απογοητευμένοι από το κυνήγι του μεγάλου ονείρου.
«Η απληστία, κυρίαρχο στοιχείο της κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών, βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου» λέει ο Δ. Χρονόπουλος. «Δυο άνθρωποι, ο καθένας από τη δική του ταξική πλευρά, προσπαθούν να κερδίσουν υλικά οφέλη από έναν κόσμο στηριγμένο σε αξίες και αρχές. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού επιμένει να φυλάττει τις μνήμες που έχουν αφήσει οι νεκροί και αποτυπώνονται στους χώρους, τα έπιπλα, τις φωτογραφίες, τα μικροαντικείμενα. Οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν δεν λησμονιούνται τόσο εύκολα. Ο κυνισμός των ζωντανών να εξαφανίσει κάθε ίχνος από το πέρασμά τους στη ζωή κάποια στιγμή θα τιμωρηθεί. Οπου κι αν καταλήγει αυτός ο Δρόμος, σίγουρα περνάει από μέσα μας».
Ενας γηραιός αστός (Γιάννης Φέρτης) μαζί με την αφοσιωμένη του υπηρέτρια (Αλίκη Αλεξανδράκη) ζει μόνος σ' ένα παλιό νεοκλασικό. Προσκολλημένος στο παρελθόν, συντηρεί τις μνήμες μιας άλλης εποχής και κατά καιρούς πουλάει κάποιους πίνακες για βιοπορισμό. Δυο «εισβολείς» διεκδικούν την εμπορική αξία αυτού του παρελθόντος στο όνομα ενός κυνικού μέλλοντος και των προσωπικών τους συμφερόντων, πιέζοντας τον ιδιοκτήτη να παραδώσει το αρχοντικό.
Από τη μια ο λαϊκός, αυτοδημιούργητος νεοέλληνας (Γιάννης Δρακόπουλος), ένας πετυχημένος ακαλλιέργητος ψευτοαντικέρ που σαν γνήσιος αριβίστας εξισώνει τα πάντα, ανθρώπους και μνήμες, σε εμπορεύσιμα είδη προς αξιοποίηση και ευτελή εκποίηση. Απ' την άλλη ο καλής οικογενείας 28χρονος ανιψιός του ιδιοκτήτη (Αλέξανδρος Πέρος), με κίνητρα επίσης προσωπικά. Ως φέρελπις δικηγόρος θέλει να πουλήσει το κτίριο εδώ και τώρα για να ξεκινήσει την καριέρα του στο Λονδίνο. Και οι δυο έχουν ορμήσει να κατασπαράξουν τον 76χρονο ένοικο, τον άνθρωπο που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανές τις μνήμες αγαπημένων ανθρώπων. Η μάχη μεταξύ τους είναι αναπόφευκτη, αλλά ο αστάθμητος παράγοντας, στο πρόσωπο μιας γυναίκας (Μαρία Ασλάνογλου), θα επιτρέψει στον «Δρόμο» να περάσει τελικά από μέσα τους, ισοπεδώνοντας ό,τι οι ίδιοι πάσχισαν να υπερασπιστούν.
Οσο για τον ίδιο τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, έγραφε σχετικά με το έργο του: «Αν με ρωτήσετε αν είναι δράμα ή κωμωδία, θα σας απαντήσω και τα δύο, αφού κανένας μας δεν είναι μόνο σοβαρός ή μόνο αστείος· και αφού ακόμα και η καθημερινή μας ζωή είναι μια περιπέτεια που την περιπαίζουμε και μας περιπαίζει, ανύποπτοι για το ποιος θα γελάσει τελευταίος».
Ο Διαγόρας Χρονόπουλος πιστεύει ότι δεν είναι αυτός που διάλεξε το συγκεκριμένο έργο. «Ηρθε αυτό να με βρει. Καμία άλλη παράσταση δεν θα μπορούσε να φιλοξενηθεί φέτος στο ιστορικό "Υπόγειο". Το Θέατρο Τέχνης έχασε πέρσι έναν σημαντικό συνεργάτη, ένα μεγάλο δημιουργό. Για εμάς, τους ανθρώπους του Θεάτρου Τέχνης, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης συνεχίζει να εμπνέει, να ενεργοποιεί. Μας "στοιχειώνει" δημιουργικά, όπως οι νεκροί στοιχειώνουν το αρχοντικό του ήρωά του Ποριώτη. Μέσα από τη γραφή του κερδίζει τη μάχη με τον θάνατο, εξυμνώντας ακόμα μία φορά την παντοδυναμία της μνήμης».
Ο σκηνοθέτης τονίζει ότι προσπάθησε να φτιάξει μια παράσταση αντάξια του έργου του Καμπανέλλη. «Κάλεσα δίπλα μου παλιούς και νέους συνεργάτες του Θεάτρου Τέχνης και όλοι μαζί επιδιώξαμε να ζωντανέψουμε τον κόσμο του. Και οι πέντε ηθοποιοί ταυτίζονται στον ίδια κώδικα υποκριτικής και συγχρόνως δίνουν στο εγχείρημα μια συμβολική βαρύτητα. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για το σημαντικότερο έργο του Καμπανέλλη που στη σημερινή συγκυρία γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο».
No comments:
Post a Comment