Με τη σπαρακτική Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι, ανοίγει η Εθνική Λυρική Σκηνή τις φετινές εκδηλώσεις του ΦεστιβάλΑθηνών στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Για πρώτη φορά, ύστερα από χρόνια, η πρώτη καλοκαιρινή παραγωγή της ΕΛΣ, θα παρουσιαστεί για πέντε παραστάσεις στο Ηρώδειο, στις 31 Μαΐου και 2, 3, 4, 7 Ιουνίου 2017, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια Ούγκο ντε Άνα.
Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η Μαντάμα Μπαττερφλάι, συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα.
Η παράσταση του Ντε Άνα, η ο οποία πρωτοπαρουσιάστηκε με τεράστια επιτυχία στο Ηρώδειο το 2013, εστιάζει στις διαφορές μεταξύ αμερικάνικης και ιαπωνικής κουλτούρας, και στη συναισθηματική ένταση της δραματικής ηρωίδας, μέσα από μια διαχρονική σκηνοθετική άποψη με αναφορές σε συμβολικές εικόνες των δύο πολιτισμών. Τα λιτά, ιαπωνικής αισθητικής σκηνικά σε συνδυασμό με τις προβολές δίνουν μια κινηματογραφική διάσταση στην παράσταση, ενώ τα πολύχρωμα εντυπωσιακά αυθεντικά γιαπωνέζικα κιμονό και η κινησιολογία πρωταγωνιστών και χορωδίας έχουν επιρροές από το θέατρο καμπούκι.
Η υπόθεση της όπερας αφορά το μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από τη Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Η “γιαπωνέζικη τραγωδία” του Πουτσίνι, το έργο που δημιούργησε γέφυρες ανάμεσα στη δυτική μουσική και την παράδοση της Άπω Ανατολής, είναι στις μέρες ένας από τους πιο δημοφιλείς, τίτλους παγκοσμίως, με χιλιάδες παραστάσεις ανά τον κόσμο, κάθε χρόνο.
Η ιστορία της ξεκινά το 1900 όταν ο Τζάκομο Πουτσίνι ταξίδεψε στο Λονδίνο για τη Βρετανική πρεμιέρα της Τόσκας και παρακολούθησε το θεατρικό μονόπρακτο του Ντέιβιντ Μπελάσκο, Μαντάμ Μπαττερφλάι. Παρά τα φτωχά αγγλικά του, ο συνθέτης ενθουσιάστηκε από τη θεατρικότητα, τον εξωτισμό και την κλιμακούμενη ένταση του έργου. Η αδύναμη γιαπωνέζα που αυτοκτονεί εγκαταλειμμένη από τον Αμερικάνο σύζυγό της, φάνταζε ως η αυτονόητη συνέχεια στο πάνθεον των οπερετικών ηρωίδων του Πουτσίνι, μετά την Μποέμ και την Τόσκα. Έπειτα από πολλές μετατροπές και διαφωνίες, το κείμενο ολοκληρώθηκε από τους Τζακόζα και Ίλλικα, σε μια πρώτη μορφή το 1902.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1904, πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα του έργου στη Σκάλα του Μιλάνου, η οποία εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του συνθέτη. Η επιτυχία όμως δεν άργησε κι έτσι, τρεις μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1904, η Μαντάμα Μπαττερφλάι ολοκλήρωσε την πρεμιέρα της στο Μεγάλο Θέατρο της Μπρέσσα με 27 αυλαίες. Παρά την παγκόσμια καθιέρωση του έργου το 1906 στην Κωμική Όπερα του Παρισιού, ο Πουτσίνι δεν σταμάτησε να το τροποποιεί έως το 1920. Εντούτοις, η εκδοχή στην οποία το έργο παρουσιάζεται στις μέρες μας είναι αυτή του 1907.
Στην Ελλάδα περιλήφθηκε στο ρεπερτόριο του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος ήδη από το 1919. Τον Απρίλιο του 1930 ανέβηκε εκ νέου στο –πρώτο– Θέατρο Ολύμπια της Αθήνας από τη μελοδραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου, με τη Μαρία Τριβέλλα, δασκάλα της Μαρίας Κάλλας, στον κεντρικό ρόλο.
Για την Εθνική Λυρική Σκηνή, η Μαντάμα Μπαττερφλάι έχει ιδιαίτερη σημασία αφού υπήρξε η πρώτη όπερα που παρουσιάστηκε από τον τότε νεοϊδρυθέντα οργανισμό, στις 25 Οκτωβρίου 1940 – τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευαν εναλλάξ η Ζωή Βλαχοπούλου και η Άννα Ρεμούνδου, ενώ την ορχήστρα διεύθυνε ο Λεωνίδας Ζώρας. Στην ιστορική εκείνη πρεμιέρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρέστη ο γιος του συνθέτη, Αντόνιο Πουτσίνι.
Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης υπογράφει ο διάσημος Αργεντίνος σκηνοθέτης της όπερας Ούγκο ντε Άνα. Τόσο το ελληνικό κοινό, όσο και οι φίλοι της όπερας παγκοσμίως τον γνωρίζουν για τα θεαματικά σκηνικά του, αλλά και για την εντυπωσιακή χρήση των φωτισμών και των βίντεο. Αναγνωρίζεται ως απαιτητικός σκηνοθέτης που αναζητά τις λεπτές αποχρώσεις των ερμηνειών, ενώ την ίδια στιγμή έχει την ικανότητα να δημιουργεί «μεγάλα θεάματα». Έχει σκηνοθετήσει στις σπουδαιότερες όπερες στον κόσμο, όπως στις: Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Όπερα Τελ Αβίβ, Σκάλα του Μιλάνου, Αρένα της Βερόνας, Όπερα του Τόκιο και Λιθέου της Βαρκελώνης κ.α.
Ο αρχιμουσικός της ΕΛΣ, Λουκάς Καρυτινός, θα διευθύνει την παραγωγή, ενώ τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Στον ιδιαιτέρως απαιτητικό ρόλο του τίτλου θα απολαύσουμε την σπουδαία υψίφωνο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Τσέλια Κοστέα, στην πρώτη διανομή. Η Κοστέα, έχει διακριθεί στον ρόλο της Μπαττερφλάι σε Ελλάδα και εξωτερικό και έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές για τις σπουδαίες ερμηνείες της.
Η διακεκριμένη κορεάτισα σοπράνο Σάε-Κιουνγκ Ριμ, η οποία έχει πρωταγωνιστήσει σε κορυφαία λυρικά θέατρα, όπως η Κρατική Όπερα της Βιέννης, η Αρένα της Βερόνας, η Όπερα της Ουάσινγκτον κ.α., θα ερμηνεύσει τον ρόλο της Μπαττερφλάι, στη δεύτερη διανομή.
Στον ρόλο του Πίνκερτον, θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στην πρώτη διανομή, έναν από τους κορυφαίους Ιταλούς τενόρους, τον Στέφανο Σέκο, ο οποίος έχει πρωταγωνιστήσει στα κορυφαία ευρωπαϊκά και αμερικάνικα λυρικά θέατρα, όπως η Όπερα του Παρισιού, η Κρατική Όπερα της Βιέννης, το Ρεάλ της Μαδρίτης, η Κρατική Όπερα του Βερολίνου, η Όπερα της Ζυρίχης, η Σκάλα του Μιλάνου, το Φενίτσε της Βενετίας, η Αρένα της Βερόνας, η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, η Όπερα της Ρώμης, η Όπερα του Μονάχου, το Λα Μονναί των Βρυξελλών, η Όπερα του Σικάγο, του Λος Άντζελες, του Σιάτλ, του Καναδά κ.α.
Στη δεύτερη διανομή τον ρόλο θα ερμηνεύσει ο διακεκριμένος τενόρος της ΕΛΣ, Δημήτρης Πακσόγλου, ο οποίος εντυπωσίασε με την πρόσφατη ερμηνεία του στον Μάκβεθ της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
No comments:
Post a Comment