Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ (29 Ιανουαρίου 1860 – 15 Ιουλίου 1904) ήταν Ρώσος θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς στην ιστορία. Επίσης σπούδασε και εργάστηκε ως γιατρός.
Γεννήθηκε (17 Ιανουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο) στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία. Πέθανε (2 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο) στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ και τάφηκε στη Μόσχα στις 22 Ιουλίου 1904. Θεωρείται από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας και άσκησε μεγάλη επίδραση στη θεατρική λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας.
Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του (Αλέξανδρος, Νικόλαος, Ιβάν, Μαρία, Μιχαήλ) και μεγάλωσε σε πολύ αυστηρό και θρησκευτικό περιβάλλον. Ο παππούς του Τσέχοφ ήταν δουλοπάροικος, που εξαγόρασε τη ελευθερία του. Ο πατέρας του (Πάβελ Εγκόροβιτς) δούλευε ως λογιστής και διατηρούσε τυροκομείο. Το ελάχιστο κέρδος του πατέρα ήταν αδύνατο να καλύψει τις ανάγκες της μεγάλης οικογένειας, γεγονός που τον ανάγκασε να δηλώσει πτώχευση. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Τσέχοφ, ο Αλέξανδρος και ο Νικόλαος, αντιδρώντας στον αυταρχισμό του πατέρα τους και στην καθημερινή τους μιζέρια έφυγαν απ’ το σπίτι. Για να αποφύγει τη δικαστική δίωξη των δανειστών του, ο πατέρας του κατέφυγε στη Μόσχα. Λίγο αργότερα έφυγε και η μητέρα του με τα αδέρφια του, Μαρία και Μιχαήλ. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην προπαρασκευαστική τάξη του ενοριακού ελληνικού σχολείου του Ταγκανρόγκ και στη συνέχεια φοίτησε στο κλασικό γυμνάσιο της πόλης. Από την 6η τάξη του γυμνασίου αναγκάστηκε μόνος του να βγάζει το ψωμί του παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον. Πούλησε ό,τι είχε απομείνει από τα πράγματα του σπιτιού και έστειλε τα λεφτά στους γονείς του στη Μόσχα.
Το 1879 ο Τσέχοφ μπαίνει στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας, από όπου αποφοίτησε το 1884. Από τα χρόνια του γυμνασίου έγραφε χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις, μονόπρακτα και ως φοιτητής δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ξυπνητήρι, Θεατής, Μόσχα, Φως και σκιά, Θραύσματα κ.ά., με το ψευδώνυμο «Αντόσια Τσεχοντέ». Το 1884 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων, Τα παραμύθια της Μελπομένης και το 1885 τις Φανταχτερές Ιστορίες
Παράλληλα με το επάγγελμα του ιατρού, αναπτύσσει μεγάλη και σημαντική συγγραφική δραστηριότητα. Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο Κύκνειο άσμα. Το 1887 ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Κορς στη Μόσχα το έργο του Ιβάνοφ, το οποίο δέχεται αντικρουόμενες κριτικές. Γεγονός που τον οδήγησε να μη δώσει ποτέ σε επαγγελματικό θίασο το δεύτερο θεατρικό του έργο το Δαίμονας του δάσους (πρώτη μορφή του έργου Θείος Βάνιας). Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν. Το 1891 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Ρωσία εργάζεται εντατικά ως γιατρός για την καταπολέμηση της χολέρας. Εγκαθίσταται στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια. Προηγουμένως, έχει επισκεφτεί τη νήσο Σαχαλίνη, μελετώντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων. Το 1894 πραγματοποιεί το δεύτερο ταξίδι του στο εξωτερικό. Το 1896 ανεβαίνει ανεπιτυχώς στην Πετρούπολη, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, το έργο του Ο Γλάρος. Τη χρονιά εκείνη αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή εκδήλωση της φυματίωσης. Επίσης, το 1896, με χρήματα που συγκεντρώνει από εράνους, φιλανθρωπίες και παραστάσεις, χτίζει ένα σχολείο στο Ταλέζ. Νέα κρίση της αρρώστιας του 1897, τον αναγκάζει να πάει στη Ριβιέρα της Νότιας Γαλλίας, ενώ ανεβαίνει στην ρωσική επαρχία ο Θείος Βάνιας.
Το 1898 και 1899 παρουσιάζονται στο κοινό της Μόσχας από το Θέατρο Τέχνης, με πολύ μεγάλη επιτυχία, τα έργα του Ο Γλάρος και Ο θείος Βάνιας. Η συνεργασία του Τσέχοφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Στανισλάφσκι στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας τους. Την εποχή αυτή εγκαθίσταται μόνιμα στη Γιάλτα της Κριμαίας, λόγω της υγείας του. Το 1900 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 παντρεύεται την ηθοποιό Όλγα Κνίππερ. Την ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα Οι τρεις αδελφές, πάλι από το Θέατρο Τέχνης. Το 1902 παραιτείται από τη Ρωσική Ακαδημία, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη αποδοχή ως μέλους της του Γκόρκι. Το 1904, λίγο πριν τον θάνατό του, το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει το έργο του Ο βυσσινόκηπος.
Διηγήματα
- «Τη νύχτα προ της δίκης» (διήγησις υποδίκου) (1881)
- «Ο θάνατος ενός υπαλλήλου» (1883) – – σελ. 109, ελληνικά και ρωσικά
- «Γυναίκα χωρίς προκαταλήψεις» (1883)
- «Περίπτωσις MANIA GRANDIOSA» (1883)
- «Χαμαιλέων» (1884)
- «Η τρομερή νύχτα» (1884) – – σελ. 118, ελληνικά και ρωσικά
- «Η θλίψη» (1885)
- «Οι μπότες» ή «Τα παπούτσια» (1885) – -σελ. 133, ελληνικά και ρωσικά
- «Βάνκα» (1886)
- «Αίσιο τέλος» (1887)
- «Εχθροί» (1887)
- «Καστάνκα» (1887) ISBN-13 978-960-391-027-5
- «Η νύστα» (1888)
- «Το θαυμαστικό»
- «Μια ανιαρή ιστορία» (1889) ISBN 978-960-229-224-2
- «Γούσεφ» (1890)
- «Η μονομαχία» (1891) ISBN 978-960-229-238-9
- «Στην εξορία» (1892)
- «Η ιστορία ενός ανώνυμου ανθρώπου» (1893) ISBN 978-960-6718-18-2
- «Το βιολί του Ρότσιλντ» (1894)
- «Το έγκλημα» (1895) ISBN 978-960-556-019-5
- «Η συκοφαντία»
- «Ιόνιτς» (1898)
- «Τα φραγκοστάφυλα» (1898) ISBN 978-960-527-942-4
- «Το στοίχημα» (1899)
- «Ψυχούλα» (1899)
Νουβέλες
- «Η στέπα» (1888) ISBN 960-270-186-2
- «Ο θάλαμος αρ. 6» (1892) ISBN 978-960-446-177-6
- «Ο μαύρος μοναχός» (1894) ISBN 960-03-1932-4
- «Η κυρία με το σκυλάκι» (1899) ISBN 978-960-490-126-5
Θεατρικά έργα
- «Πλατόνοφ» (Платонов) (1881), τετράπρακτο δράμα – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1980 από το Εθνικό θέατρο)
- «Στο δρόμο», (На большой дороге) (1884), δραματικό σκίτσο σε μία πράξη, προσαρμογή από το διήγημά του, το «Φθινόπωρο» (άπαιχτο στην Ελλάδα)
- «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» (О вреде табака), (1887) μονόπρακτο – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα, τον Φλεβάρη του 1930, υπό τον θίασο και σε μετάφραση Μ. Κουνελάκη, στην αίθουσα του Ωδείου Αθηνών)
- «Το κύκνειο άσμα» (Лебединая песня (Калхас))(1887), μονόπρακτο δράμα -(πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Απρίλη του 1929 και πάλι από τον θίασο του Μ. Κουνελάκη)
- «Ιβάνοφ» ((Иванов)(1887) – τετράπρακτο δράμα – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Νοέμβρη του 1966 από το Εθνικό θέατρο)
- «Η Αρκούδα» (Медведь: Шутка в одном действии), (1888) μονόπρακτη κωμωδία – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1902 από την «Νέα Σκηνή», του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου)
- «Πρόταση γάμου» (Предложение), (1888-1889) μονόπρακτη φάρσα – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1910 από τον θίασο του Θωμά Οικονόμου)
- «Μια αθέλητη τραγωδία» (Трагик поневоле) (1889) μονόπρακτο δράμα – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1927 από το Εθνικό θέατρο)
- «Ο γάμος» (Свадьба), (1889) μονόπρακτο δράμα – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1939 από το Εθνικό θέατρο)
- «Ο δαίμονας του δάσους» (Леший) – (1889) τετράπρακτη κωμωδία. Το έργο το ξαναεπεξεργάστηκε ο συγγραφέας μερικά χρόνια αργότερα και προέκυψε ο «Θείος Βάνιας»
- «Τατιάνα Ρέπιν», (Татьяна Репина) (1889) – μονόπρακτο δράμα – (άπαιχτο στην Ελλάδα)
- «Η Επέτειος (Юбилей), (1891) μονόπρακτη φάρσα –
- «Ο Γλάρος» (Чайка), (1896) τετράπρακτο δράμα – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1932 από τον θίασο Μ. Κοτοπούλη – Δ. Μυράτ, σε μετάφραση του τελευταίου)
- «Θείος Βάνιας» (Дядя Ваня) (1896), τετράπρακτο δράμα – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Ιούνη του 1931 από τον θίασο Βεάκη – Μινωτή – Παξινού)
- «Τρεις αδελφές» (Три сестры) (1901), τετράπρακτο δράμα – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1932 από τον θίασο «Ελεύθερο θέατρο», με την Κυβέλη, την Αλίκη και την Μιράντα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους)
- «Ο Βυσσινόκηπος» (Вишнёвый сад) (1904), τετράπρακτη τραγική κωμωδία – (πρώτη παράσταση στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1939 από τον θίασο του Κάρολου Κουν)
Διάφορα έργα
- «Νήσος Σαχαλίνη» (1890) οδοιπορικό, ISBN 978-618-80958-9-2
- «Τα Χριστούγεννα και άλλες χριστουγεννιάτικες ιστορίες» ISBN 978-960-229-235-8
- «Η τέχνη της γραφής» ISBN 978-960-16-2217-0
- «Αλληλογραφία Μαξίμ Γκόρκι – Άντον Τσέχοφ» ISBN 978-960-6624-03-2
Δείτε επίσης
- Ο αστεροειδής 2369 Τσέχοφ (2369 Chekhov) πήρε το όνομά του από τον συγγραφέα αυτό.
Βιβλιογραφία
- Σολομός, Αλέξης: Θεατρικό Λεξικό: Πρόσωπα και πράγματα στο παγκόσμιο θέατρο, εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1989
- Hartnoll, Phyllis, Found, Peter: Λεξικό του Θεάτρου, εκδόσεις «Νεφέλη», Αθήνα 2000
- Συλλογικό έργο: Ανθολογία ρωσικής λογοτεχνίας για την 7η τάξη των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης, Κρατικές Παιδαγωγικές Εκδόσεις, Μόσχα 1947
- Στυλιάτης, Γιάννης, Α.Π. Τσέχοφ: Επιλογή από το έργο του, Πρόλογος, εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1998
- Συλλογικό έργο: Ο Γλάρος (πρόγραμμα παράστασης): «Η ζωή του», Εθνικό Θέατρο, Αθήνα 1976
- Μπρουνέλο Πιέρο (επιμ.): Άντον Τσέχοφ: Η τέχνη της γραφής, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007
Παραπομπές
- Russian literature: Anton Chekhov Encyclopædia Britannica
- ο κατάλογος περιλαμβάνει μόνο τα διηγήματα που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και δεν είναι πλήρης
- http://bookeater-bookeater.blogspot.gr/2010/01/blog-post_14.html
- Παρασκήνιο: Ο Θείος Βάνιας από τη Νέα Σκηνή (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
************************************************************************
Αντον Τσέχοφ
ΤΟ ΒΗΜΑ: 22/09/2002
«Δεν είμαστε ευτυχισμένοι. Η ευτυχία δεν υπάρχει. Το μόνο που μπορούμε είναι να την επιθυμούμε».Α. Π. Τσέχοφ
Ξημερώματα 2ας Ιουλίου 1904, σε ηλικία 44 χρόνων, ο Αντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ άφηνε την τελευταία του πνοή στη λουτρόπ: ολη Μπάντεβαϊλερ. Στο πλάι του βρισκόταν η σύζυγός του, η ηθοποιός Ολγα Κνίπερ. Στην αρχή εκείνου του έτους (17 Ιανουαρίου) είχε δοθεί η πρεμιέρα του θεατρικού έργου του «Ο βυσσινόκηπος» – το τελευταίο που εκδόθηκε όσο ζούσε. Είχαν προηγηθεί ο «Ιβάνοφ» (πρώτη παράσταση: 1898), «Ο Γλάρος» (1896), ο «Θείος Βάνιας» (1899) και οι «Τρεις αδελφές» (1901). Το τετράπρακτο που βρέθηκε για πρώτη φορά το 1920 και παίχτηκε αργότερα με τον τίτλο «Πλατόνοφ» είχε γραφτεί το 1880, δύο χρόνια μετά τα πρώτα του κωμειδύλλια («Γιατί κακαρίζει η κότα;» και «Χωρίς πατέρα», τα οποία όμως δεν σώθηκαν). Πλάι στα θεατρικά του μια σειρά διηγήματα και νουβέλες ολοκληρώνουν την εργογραφία του ρώσου συγγραφέα που καθόρισε το παγκόσμιο θέατρο: «Ο «Γλάρος» ή ο Στανισλάφσκι έφερε την ανανέωση στο θέατρο;» είναι το ερώτημα που ετέθη, χωρίς ποτέ να είναι δεδομένη η απάντηση. Ο Τσέχοφ, γιος ενός τυραννικού, αλκοολικού και θρησκόληπτου μπακάλη, του Πάβελ Γεγκόροβιτς, και μιας στοργικής μάνας, της Ευγενίας Γιακόβλεβνα, γεννήθηκε το 1860 στο Τανκανρόκ της Θάλασσας του Αζοφ. Τρίτος από τα έξι παιδιά της οικογένειας, φοίτησε, μαζί με τον αδελφό του Νικολάι, σε ελληνικό σχολείο και από το 1879 στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Τα πρώτα σημάδια της φυματίωσης παρουσιάστηκαν όταν έκανε το αγροτικό του, ενώ την ίδια εποχή άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα στο περιοδικό «Νέοι Καιροί» του μετέπειτα στενού του φίλου και εκδότη του Αλεξέι Σουβόριν – τουλάχιστον 300 επιστολές αντήλλαξαν συνολικά μεταξύ τους. Το εξάμηνο στη νήσο Σαχαλίνη (Μάιος – Δεκέμβριος 1890) και η έντονη δραστηριότητά του σε εκείνο το «κολαστήριο», όπως το χαρακτήρισε, επηρέασαν την κυβέρνηση, η οποία και αναγκάστηκε να λάβει μέτρα για τις εκεί συνθήκες διαβίωσης. Ακολούθησαν ταξίδια στην Ευρώπη, η γνωριμία του με τον Τολστόι, μια έντονη κρίση στην υγεία του και η γνωριμία του με την Ολγα Κνίπερ, τη μελλοντική σύζυγό του (ο γάμος τους έγινε το 1901, ενώ μια αποβολή της συζύγου του, λίγο πριν από τον θάνατό του, του προκάλεσε μεγάλη θλίψη) και πρωταγωνίστρια όλων των θεατρικών του. Στη Γιάλτα γνώρισε και ανέπτυξε στενή φιλία με τον Μαξίμ Γκόρκι. Τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του έγινε μέλος της Ακαδημίας των Τεχνών, από όπου παραιτήθηκε όταν ακύρωσαν την εκλογή του Γκόρκι.
«Γράφω με ευχαρίστηση…»
«Γράφω με ευχαρίστηση…»
Στις 21 Οκτωβρίου 1895 ο Τσέχοφ ανακοίνωνε με χαρά στον Σουβόριν: «Σκεφθείτε, γράφω ένα θεατρικό έργο! Δεν θα το έχω ίσως τελειώσει πριν από το τέλος Νοεμβρίου. Γράφω με ευχαρίστηση,παρ’ όλο που παραβαίνω ασύστολα τις σκηνικές συμβάσεις. Είναι κωμωδία και έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι αντρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε μια λίμνη),πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα». Λίγες εβδομάδες αργότερα, όπως γράφει ο Ανρί Τρουαγιά στη βιογραφία του Τσέχοφ, έδινε στο έργο τον τίτλο «Ο Γλάρος». «Το τελείωσα… Δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο. Θα έλεγα τελικά πως είμαι μέτριος δραματουργός» έγραφε στη συγγραφέα Ελενα Σαβρόβα. Το πρώτο ανέβασμα, το 1896, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, ήταν μια τραγική αποτυχία. Δύο χρόνια μετά ο Στανισλάφσκι σκηνοθετεί τον «Γλάρο» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Στον ρόλο της Αρκάντινα η Ολγα Κνίπερ. Η παράσταση θριαμβεύει… Από τότε ως σήμερα «Ο Γλάρος» αποτελεί σταθερή επιλογή των θεάτρων όλου του κόσμου. Ανάμεσα στους μεγάλους σκηνοθέτες που καταπιάστηκαν μαζί του είναι ο Ολεγκ Εφραίμοφ (το 1980), ο Αντρέι Σερμπάν (το 1981), ο Αντουάν Βιτέζ (το 1984) και ο Οτομάρ Κρέτσκε (στα μέσα της δεκαετίας του 1980). Στην Ελλάδα πρωτοανέβηκε το 1932 από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (με την Ελένη Παπαδάκη στον ρόλο της Νίνας) σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ.
Στις 17 Ιανουαρίου 1904 ο Στανισλάφσκι ανέβασε τον «Βυσσινόκηπο» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Η Ολγα Κνίπερ ερμήνευσε τον ρόλο της Λιούμπα και ο ίδιος ο σκηνοθέτης τον Γκάγεφ. Οπως ο Τσέχοφ ομολογεί, αυτό το έργο τον δυσκόλεψε πολύ. Η υγεία του είχε ήδη κλονισθεί και ο ίδιος το έπιανε και το άφηνε για καιρό. Ωστόσο τον Ιούλιο του 1903 αποφάσισε να πιέσει τον εαυτό του και να το τελειώσει ώστε να είναι έτοιμο για την καινούργια θεατρική σεζόν. «Το έργο δεν είναι έτοιμο, προοδεύει με κόπο, πράγμα που οφείλεται στην τεμπελιά μου, στο κρύο και στη δυσκολία του θέματος» έγραφε στον Στανισλάφκσι. Η αλήθεια ήταν όμως πιο σκληρή. Η κατάσταση της υγείας του είχε επηρεάσει τη δημιουργική του ικανότητα. Τον Σεπτέμβριο του 1903 το ολοκλήρωσε και το έστειλε στη Μόσχα με τη σύζυγό του: «Δεν είναι δράμα αλλά κωμωδία και μάλιστα σε ορισμένα μέρη φάρσα». Αν και μεσολάβησαν πολλές περιπέτειες, η πρεμιέρα δόθηκε και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Εκτοτε ακολούθησαν μια σειρά ανεβάσματα σε όλον τον κόσμο. Ξεχωρίζουν η πρώτη εκτός Ρωσίας, στο Λονδίνο, το 1919, του Ζαν-Λουί Μπαρό στο Παρίσι και του Τζον Γκίλγουντ στο Λονδίνο (το 1954), του Λουκίνο Βισκόντι (το 1966), ενώ το ανέβασαν επίσης ο Τζιόρτζιο Στρέλερ (το 1974), ο Πίτερ Μπρουκ (το 1981) και ο Πέτερ Στάιν (το 1989). Στην Ελλάδα πρωτοανέβηκε το 1939 από το Ελληνικό Ωδείο σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
Η ζωή και το… καρότο
Η ζωή και το… καρότο
«Σκοπός της λογοτεχνίας είναι η απόλυτη, η τίμια αλήθεια» έλεγε ο Τσέχοφ (φωτογραφία δεξιά) και με αυτή την πεποίθηση κατάφερε να συμπεριλάβει την ανθρώπινη ψυχή στα τέσσερα μεγάλα θεατρικά του έργα, καθώς και στα δύο πρώτα του. Αντικειμενικός, καίριος, λιτός, αποτύπωσε με απλό και περιεκτικό τρόπο όλα όσα βίωνε ο ίδιος, μετατρέποντας τελικά το προσωπικό σε παγκόσμιο. Εκφράζοντας τη θετική πλευρά του ανθρώπου, ο Τσέχοφ ήξερε να συμπάσχει με τον αδύναμο και να σαρκάζει τον επηρμένο και τον κακό. Ανθρώπινος και ελεύθερος, είχε μάθει, επηρεασμένος από την Ιατρική, να παρατηρεί. «Αν θες να καταλάβεις τη ζωή, πάψε να πιστεύεις αυτά που λένε και αυτά που γράφουν. Μόνο βλέπε, παρατήρα εσύ ο ίδιος και συλλογίσου» έγραφε στα Τετράδιά του. Ο ίδιος άλλωστε συνήθιζε να λέει ότι η Ιατρική είναι η σύζυγός του και η λογοτεχνία, το γράψιμο, η ερωμένη του, γι’ αυτό και μεταπηδούσε από τη μία στην άλλη.
Πίστευε ότι δεν είχε ταλέντο και καλούσε τους καλλιτέχνες «να παραδεχθούν ότι τίποτε σε αυτόν τον κόσμο δεν βγάζει νόημα», όπως έγραφε στον Σουβόριν το 1888. «Αν καταφέρεις να πείσεις έναν καταξιωμένο καλλιτέχνη να ξεπεράσει τους δισταγμούς του και να δηλώσει ότι, ναι,υπάρχουν και πράγματα που δεν καταλαβαίνει, αυτό από μόνο του θα αποτελέσει ένα τεράστιο βήμα προόδου στην ανθρωπότητα». Ο ίδιος άλλωστε δεν προσπαθούσε να εξηγήσει τα πράγματα. Το μόνο που έκανε ήταν να περιγράφει τον τρόπο που οι ήρωές του μιλάνε, τον τρόπο που αγαπούν, που παντρεύονται, που κάνουν παιδιά και πεθαίνουν. Οταν τον ρωτούσαν τι σημαίνει ζωή, απαντούσε: «Οταν με ρωτάς τι σημαίνει ζωή είναι σαν να με ρωτάς τι είναι ένα καρότο. Ενα καρότο είναι ένα καρότο και δεν ξέρουμε τίποτε περισσότερο».
Ερχονται οι «Γλάροι»
Ερχονται οι «Γλάροι»
Στις 23 Οκτωβρίου κάνει πρεμιέρα ο πρώτος αθηναϊκός «Γλάρος» από το Θέατρο του Νέου Κόσμου (σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου), ενώ στις αρχές Νοεμβρίου θα ανεβεί ο δεύτερος από το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (με σκηνοθέτη τον Νίκο Μαστοράκη). Ακολουθούν η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στη Θεσσαλονίκη (σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζηπαππά) και το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας (από τον Νίκο Χαραλάμπους). Στην Πάτρα το ΔΗΠΕΘΕ της πόλης θα παρουσιάσει τον «Βυσσινόκηπο» σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη.
Ο Τσέχοφ φαίνεται ότι είναι ο αγαπημένος συγγραφέας του Νίκου Μαστοράκη, και ας μην τον έχει ανεβάσει ακόμη, και το συγκεκριμένο θεατρικό το πιο λογοτεχνικό του. «Είναι ένα μυστήριο αυτός ο συγγραφέας, διότι το να πεις ότι είναι σπουδαίος δεν σημαίνει τίποτε.Και άλλοι είναι. Νομίζω ότι είναι τόσο δημοφιλής γιατί δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας με τις καταστάσεις των ηρώων του. Παραμένει σύγχρονος, πιο σύγχρονος από τον Ιψεν ή τον Στρίντμπεργκ. Το δισυπόστατο του κωμικού με το τραγικό και το χιούμορ που διαθέτουν τα έργα του στη δομή τους είναι από τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν. «Ο Γλάρος» αποτελεί το πλέον αυτοβιογραφικό του έργο και μάλιστα στην πρεμιέρα του 1894 είχε φροντίσει ο ίδιος να σταλούν προσκλήσεις σε όλα τα πρόσωπα που αναφέρονταν στο έργο.Ετσι ο Σουβόριν, ο εκδότης του, είδε την αυτοκτονία του γιου του στον Τρέπλιεφ, η Λίκα είδε την ιστορία της ως Νίνα, ο ζωγράφος Λεβιτάν αναγνώρισε τον εαυτό του στον Τριγκόριν…Σαν ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών…».
Για τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο ο Τσέχοφ αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχήματα των σκηνοθετών, άρα και του εαυτού του, ο οποίος στη διανομή κρατά και τον ρόλο του Τριγκόριν. «Είναι τόσο δύσκολος να σκηνοθετηθεί, πρέπει να περάσεις από τόσο περίπλοκους δρόμους, ενώ την ίδια στιγμή στόχος είναι η απλότητα. Πέραν του ότι δεν απέχει πολύ από εμάς,μόνον ένας αιώνας μάς χωρίζει, πιστεύω ότι είναι ο ανανεωτής του παγκόσμιου θεάτρου, εκείνος που άλλαξε τις φόρμες γραφής και ανεβάσματος. Αν δεν υπήρχαν «Ο Γλάρος» και ο Στανισλάφσκι,ίσως το θέατρο να ήταν διαφορετικό». Οσο για τον χαρακτηρισμό «κωμωδίες», που ο ίδιος δίνει στα έργα του, ο σκηνοθέτης τονίζει: «Μα τι πάει να πει κωμωδία; Δεν πάμε να δούμε Τσέχοφ για να γελάσουμε ή να ξεκαρδιστούμε, δεν πρόκειται για επιθεώρηση. Στον Τσέχοφ υπάρχει η συνάντηση του τραγικού με το γελοίο στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Ενα σύνολο βγάζει το στυλ του. Ξέρει πώς να βάλει τους ανθρώπους στο μικροσκόπιο, να τους παρατηρεί και συγχρόνως να κρατά μια απόσταση».
ΥΓ.: Η σορός του μεταφέρθηκε μέσα σε ένα βαγόνι που έγραφε «Στρείδια»,επιβεβαιώνοντας – άθελά του – την κωμική πλευρά των τραγικών στιγμών, όπως πίστευε πάντα. Στον σταθμό μπερδεύτηκε με το φέρετρο κάποιου στρατηγού.Θάφτηκε στο μοναστήρι Νοβοντέβιτσι.
No comments:
Post a Comment