Οι τέσσερις ήρωες της παράστασης «Δάφνες και Πικροδάφνες».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΕΧΑΪΔΗΣ - ΕΛΕΝΗ ΧΑΒΙΑΡΑ
Δάφνες και Πικροδάφνες
σκηνοθ.: Πέτρος Φιλιππίδης
θέατρο: Μουσούρη
Τριάντα έξι χρόνια μετά τη συγγραφή τους οι «Δάφνες και Πικροδάφνες» συνεχίζουν να κρύβουν στις φυλλωσιές τους δαίμονες της κρατούσας πολιτικής μας κουλτούρας. Συνεχίζουν όμως να εντυπωσιάζουν και με τη δομική συνέπεια, τη σατιρική γραφή, την ακριβέστατη θεατρικότητα, τους αιχμηρούς διαλόγους και την επίδρασή τους στο μετέπειτα νεοελληνικό θέατρο.Δάφνες και Πικροδάφνες
σκηνοθ.: Πέτρος Φιλιππίδης
θέατρο: Μουσούρη
Τέσσερις «κομματάρχες», βλέπε: παρατρεχάμενοι, σπιούνοι, παπαγαλάκια, τριών-τεσσάρων επίδοξων υποψηφίων της επαρχίας, σε προεκλογική περίοδο λίγο πριν βγουν οι συνδυασμοί του κόμματος.
Υπολογίζουν, μπλοφάρουν, ποντάρουν, ονειρεύονται, κοκορεύονται, ραδιουργούν, εκβιάζουν με ή δίχως άσσους στο μανίκι, ακόμη και με απόπειρα κλοπής πειστηρίων του παρελθόντος προκειμένου να προωθήσουν τον δικό τους υποψήφιο «καίγοντας» τους άλλους ώστε να γίνουν κομματάρχες, ρουσφετο-παραγοντίσκοι στον προθάλαμο του βουλευτή τους.
Τους συναντάμε στο μουντό καθιστικό (σκηνικά-κοστούμια Γιώργος Γαβαλάς) του Κώστα, του γηραιότερου και πιστότερου στον υποψήφιό του, μια κρύα νύχτα του χειμώνα. Εχει προσεταιριστεί τον Αλέκο, εστιάτορα στο επάγγελμα –τον νεώτερο και πιο αφελή πολιτικά– που τον βοηθάει και στις επιστολές προς άγραν ψηφοφόρων. Ενώ οι δυο τους γράφουν φακέλους στην τραπεζαρία, οι άλλοι δύο, ο Τάσος («ιδιαίτερος», δηλ. γραφέας, δικηγόρου υποψηφίου) και ο Βασίλης, ο πιο μάγκας, ανεμοδούρας και μηχανορράφος απ’ όλους, κάθονται στις πολυθρόνες ρίχνοντας κάθε τόσο άδεια για να πιάσουν γεμάτα από το αντίπαλο στρατόπεδο. Πολύ γρήγορα, με συγγραφική μαστοριά και εύστοχη ανθρωπο-παρατήρηση διαγράφονται οι προσωπικότητες των τεσσάρων: ο μετρημένος, συντηρητικός, μεθοδικός, εσωστρεφής Κώστας, ο αφελής, ψωνισμένος όμως με την πολιτική Αλέκος, ο αφημένος στις φαντασιώσεις καλοζωίας αλλά άπραγος, φοβητσιάρης, υποχόνδριος και μίζερος στη ζωή Τάσος κι ο οπορτουνιστής Βασίλης, επιπόλαιος, περιαυτολόγος, ελαστικής συνείδησης, με σουσούμια και πόζες επαρχιώτη κόκορα.
Η ταχύτητα με την οποία «συστήνονται» στο κοινό οι τέσσερις αποτελεί ίσως και την παγίδα στην οποία έπεσε η σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη στο πρώτο μέρος της παράστασης. Το ενδιαφέρον συμπυκνώθηκε στα πρώτα του δέκα λεπτά, αφήνοντάς το εκτεθειμένο για αρκετή ώρα μετά σ’ επαναλήψεις, μούτες, καπνούς πούρων, γκαγκ, «ψαρέματα» και σε δίχως πειστήρια προσωπικές ή συγγενικές λάσπες που πετούν ο ένας στον υποψήφιο του άλλου. Μέχρι να φθάσουμε στη μοιραία Νόρα της Τρίπολης και στο συρτάρι με τα φωτογραφικά πειστήρια, που οργανώνει επί χρόνια ο Κώστας για να «τους έχει όλους στο χέρι». Από εκεί κι έπειτα αναλαμβάνει η πλοκή να οδηγήσει γερά τη σκηνοθεσία και η γραφή να εμπνεύσει τους ηθοποιούς στα υποκριτικά ρεσιτάλ τους. Ο Παπαγεωργίου (Κώστας) περίφημος τόσο στη σχολαστική προετοιμασία του για το ταξίδι των «αποκαλυπτηρίων» στην Αθήνα όσο και στον αιφνιδιασμό όταν έρχεται η σειρά του να αποκαλυφθεί το ερωτικό μυστικό του παρελθόντος, που τον αφοπλίζει πολιτικά. Τραγικός στη συντριβή του μικρού ανθρώπου μπρος στο γκρέμισμα των «ατού» μιας ζωής. Ο Κιμούλης (Τάσος) αγνώριστα «τσαλακωμένος» με μια πολύ πετυχημένη μάσκα αραιωμένων, βαμμένων μαλλιών, χτενισμένων σε απεγνωσμένη κόντρα με τη φαλάκρα του, ξεχειλωμένη κοιλιά και ρούχα.
Η δυσκινησία πειστική και μπουφόνικη λόγω καθιστικής ασχολίας κι έξοχα μελετημένη η γλώσσα του σώματος. Την εξάρτησή του από τον φανφαρόνο Βασίλη προσπαθεί να την ισοσκελίσει με τον κατ’ επίφαση καλοφαγά, γλεντζέ και γυναικά που παριστάνει αλλά μένει διαρκώς διστακτικός, αδέξιος και στη φιλοσοφία βολεμένος. Ο Δαδακαρίδης (Αλέκος) ιδανικά κωμικός στο αθώο του πάθος για μια πολιτική –συνώνυμο της φαυλότητας– δεν αναρωτιέται καν για την αντίφαση. Κι ο Φιλιππίδης (Βασίλης) «έπιασε» τον χαρακτήρα του επαρχιώτη φανφαρόνου με την ελαστική συνείδηση αλλά στο παραφουσκωμένο του. Μέσα σ’ ένα μάγκικα χαχόλικο παντελόνι, με τα χέρια στις τσέπες, τα πεταλωμένα παπούτσια σε αεικινησία, το στόμα σε υπερβολικές γκριμάτσες, τις μούτες, τις παύσεις και τις χειρονομίες να ξεχειλώνουν το κείμενο, έκαψε τις κορυφώσεις όπου πραγματικά ανάβλυζε το αυθεντικό ταλέντο του κωμικού. Είναι αναμενόμενο, πληθωρικά ταλέντα να χρειάζονται πότε-πότε κάποιο τρίτο μάτι να τους συμμαζεύει την υπερ-ενέργεια και να τη διοχετεύει στο μεδούλι του ρόλου απαγκιστρώνοντάς την από το περίβλημα.
No comments:
Post a Comment