ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
- «Το θερμοκήπιο» στο «Θέατρο οδού Κυκλάδων»
«Το θερμοκήπιο» Το 1958, ο βιοποριζόμενος ως ηθοποιός ακόμα, Χάρολντ Πίντερ, ανάμεσα στα έργα του «Πάρτι γενεθλίων», «Επιστάτης» (έργα πολυπαιγμένα διεθνώς) και «Βουβό γκαρσόνι», γράφει ένα ακόμη έργο, «Το θερμοκήπιο». Πέρασαν 22 χρόνια για να δει αυτό το έργο το φως της σκηνής. Φημισμένος πλέον σαν δραματουργός ο Πίντερ το ανέβασε ο ίδιος. Στο γιατί χωρά και η εξής υποθετική απάντηση: Ισως, γιατί άλλοι καταξιωμένοι Αγγλοι σκηνοθέτες που ανέβαζαν άλλα έργα του, το συγκεκριμένο έργο το απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι... λόγω του ολοφάνερου πολιτικού περιεχομένου του και της καυστικότατα καταγγελτικής μυθοπλασίας του. Το ανέβασμα του έργου, το 1980, αποτέλεσε θεατρικό γεγονός και ο Πίντερ έκρινε ότι «τελικά, το έργο άξιζε ν' ανεβεί». Το 1995 ο Πίντερ το ξανανεβάζει, παίζοντας μάλιστα τον πρωταγωνιστικό ρόλο (Ρουτ) και αποσπώντας κριτικούς επαίνους για το παίξιμό του, αλλά και για το γεγονός ότι ο Πίντερ με «οξύ πολιτικό ένστικτο, συγκερασμένο με την ορμή της νιότης, έδωσε ένα από τα προφητικότερα και οξυδερκέστερα πολιτικά έργα του 20ού αιώνα».
Ευτύχημα για το θέατρό μας είναι ότι το γεγονός το «Θερμοκήπιο» - έστω μετά το θάνατο του κορυφαίου συγγραφέα - ανεβάστηκε στη «νέα Σκηνή», με μια σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, που «φωτίζει» άπλετα τα νοήματα και υπονοήματα, τον καταγγελτικό χαρακτήρα, το δηλητηριώδη σαρκασμό, της αριστουργηματικής αυτής πιντερικής πολιτικής αλληγορίας, προσφέροντας, ταυτόχρονα, και μια υψηλότατης αισθητικής βαθμίδας σκηνοθετική, σκηνογραφική και υποκριτική απόλαυση. Ενα έργο και μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσει κανείς.
«Η μητέρα του σκύλου» Η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται μια χριστουγεννιάτικη νύχτα, σε ένα κρατικό «ίδρυμα», ένα «ησυχαστήριο» - «αναρρωτήριο», που διευθύνει ένας «παντογνώστης», «παντεπόπτης» και της απολύτου εμπιστοσύνης μιας ανώτατης αόρατης εξουσίας, ο «γιατρός» Ρουτ και του οποίου οι «τρόφιμοι» - «ασθενείς» δεν καταγράφονται ως ανθρώπινα πλάσματα με το όνομά τους, αλλά ως αριθμοί... όπως οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Καμιά σημασία δεν έχει για τον διευθυντή για το αν ζουν ανθρωπινά οι «τρόφιμοι», για το ποιος, πώς και γιατί πεθαίνει. Σημασία έχει μόνο η γραφειοκρατική διευθέτηση του όποιου συμβάντος από τα υφιστάμενα «τσιράκια» του διευθυντή, που κι αυτά, προσβλέποντας να βρεθούν στη διευθυντική θέση του, γίνονται πειθήνια όργανά του. Δόλιος και «τέρας» εκείνος, δόλιοι και τέρατα και οι ταπεινωμένοι από αυτόν αλλά και φιλόδοξοι υφιστάμενοί του. Με την «αποκάλυψη» ότι η «ασθενής» 6459 μετά από βιασμό γέννησε αγόρι, ότι ο 6457 πέθανε και κηδεύτηκε μυστικά και ότι πατέρας του νόθου βρέφους είναι ο Ρουτ, παρεμβαίνει ο «υπουργός - ελεγκτής» της ανώτατης εξουσίας, καθαιρείται ο Ρουτ και επιλέγεται ο πλέον ανάλογός του, ο Γκιμπς ως νέος διευθυντής. Ο Πίντερ με το «ίδρυμα» παραπέμπει στην Αγγλία, στην αόρατη και ανώτατη εξουσία - την αστική τάξη της, στον κρατικό μηχανισμό, στους επιτελείς, στους ανώτατους υπαλλήλους, αλλά και στους λαϊκούς ανθρώπους που υποτακτικά εργάζονται για μια χώρα και μια τάξη που ως αποικιοκρατία, αλλά και σύγχρονη «δημοκρατία» λειτουργεί ως «θερμοκήπιο» της πιο απάνθρωπης εξουσίας, που έσπειρε και σπέρνει ανάλογους «συγγενείς και εξαδέλφια», όπως λέει ο Ρουτ, παντού, σε όλες τις ηπείρους. Και βέβαια, οι «ασθενείς» του ιδρύματος παραπέμπουν στον ανώνυμο λαό - θύμα της κρατικής ασυδοσίας, αυθαιρεσίας, αναλγησίας, διάχυτης διαφθοράς, ποικίλης εκμετάλλευσης, βίας, διαστροφής, παράλογης γραφειοκρατίας. Το έργο σε εύγλωττη μετάφραση του Νίνου Φένεκ - Μικελίδη, ευτύχησε καθόλα. Με την όπως πάντα «μαεστρική», λεπτοδουλεμένη λέξη - λέξη, φράση - φράση, σκηνή - σκηνή, σαρκαστικού χιούμορ σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή. Με το απέριττο, αλλά και ευφάνταστα πολυεπίπεδο σκηνικό (που μορφοποιεί, παρά τις μικρές διαστάσεις της σκηνής, όχι μόνο τους εσωτερικούς χώρους της δράσης αλλά και το εξωτερικό περιβάλλον του) και τα σύγχρονα κοστούμια της Εύας Μανιδάκη, με τους υποβλητικούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, την υπαινικτική μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού αλλά και με τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Ο Λευτέρης Βογιατζής «έβγαλε» όλο το «δηλητήριο» του Ρουτ, τον κυνισμό, τον απανθρωπισμό, τη διαφθορά, την καταπίεση, αλλά και την αναπαραγωγή ανάλογων με αυτόν «τεράτων», τα οποία μορφοποιούν απολύτως ο Δημήτρης Ημελλος, ο Παντελής Δεντάκης και η Αλεξία Καλτσίκη, με τις ερμηνείες τους. Ο Γιάννης Νταλιάνης, δυναμικά αλλά απολύτως λιτά, πλάθει την ψυχρότητα του εκπροσώπου της άνωθεν εξουσίας. Πολύ καλές είναι και οι ερμηνείες του Βασίλη Κουκαλάνι και Θάνου Τοκάκη.
- «Η μητέρα του σκύλου» στο Εθνικό Θέατρο
Το αριστούργημα του Παύλου Μάτεσι «Η μητέρα του σκύλου», αφού γνώρισε μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, απόπειρες να μεταφερθεί κινηματογραφικά, μια θεατρική διασκευή του ως μονόλογος που ανεβάστηκε στη Ρωσία πρόσφατα, βλέπει και το «φως» της σκηνής στην Ελλάδα, σε διασκευή και σκηνοθεσία του καλού Σέρβου σκηνοθέτη Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Στο μυθ-ιστόρημα του Μάτεσι σαν «ποταμός» ρέει ο πόνος, ο καημός, το αδικοχαμένο αίμα, ο αγώνας, ο θάνατος, οι πόθοι και τα πάθη, τα βάσανα του ανώνυμου λαϊκού ανθρώπου στην επαρχία στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, και έπειτα ο ξεριζωμός και η βιοπάλη του στην πρωτεύουσα. Ρέουν όλα αυτά, προκαλώντας ρίγος και δάκρυα, αλλά και ένα πικρόγελο, που ο Μάτεσις, για να μελοδραματίσει, σκόπιμα επιδίωξε με τις λεπτά ειρωνικές πινελιές του και το τρυφερό αλλά και παιγνιώδες χιούμορ του στο πλάσιμο του πρωταγωνιστικού προσώπου, της Ρουμπίνης - που επωνομάστηκε Ραραού, όταν ακολουθώντας περιοδεύοντα θεατρικά μπουλούκια, βγήκε κι εκείνη στο «σανίδι». Η Ραραού είναι μια τραγικωμική «μάσκα» της Ελλάδας - του άμαχου λαού της, που τον κατέκτησαν, τον μακέλεψαν, τον ταπείνωσαν, τον «εκπόρνευσαν» φασίστες και «σύμμαχοι». Στο δράμα της Ραραούς αντακλώνται παρόμοια δράματα αμέτρητων λαϊκών ανθρώπων. Τις μνήμες και τις αφηγήσεις για τη δική της οικογένειας και των συγχωριανών της, τις διαπερνά η νεότερη Ιστορία της Ελλάδας και τα ποικίλα βάσανα του λαού στην ύπαιθρο και στις πόλεις. Πόσες και ποιες ιστορίες, πόσα και ποια γεγονότα, πόσες και ποιες εικόνες, πόσα και ποια πρόσωπα, από όσα συνθέτουν αυτό το μυθ-ιστόρημα μπορεί να περιλάβει μια θεατρική διασκευή του, και μάλιστα από έναν ξένο δημιουργό, που δεν τρέχει στο «αίμα» του η Ελλάδα, τα πάθη και οι ιδιαιτερότητες του λαού της; Παρ' όλα αυτά, το διασκευαστικό αποτέλεσμα του Μιλιβόγεβιτς είναι αξιόλογα σοβαρό, παρότι κατά την κρίση της υπογράφουσας του διέφυγαν κάποιες από τις συνταρακτικότερες σελίδες του βιβλίου, οι οποίες εικονοποιούν στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα του λαού και των διώξεών του. Ο Μιλιβόγεβιτς σκηνοθετικά κινήθηκε πολύ σεμνά και εντέλει σοφά. Απέφυγε τον κίνδυνο να μετατραπεί το έργο ή σε μελόδραμα ή σε κωμωδία, να πελαγοδρομεί με τα πολλά χωρο-χρονικά επίπεδα του μυθιστορήματος. Σχεδίασε μια μινιμαλιστική, διακριτικά αποστασιοποιητική, «ανάγνωση» του έργου και των προσώπων. «Σκηνογραφώντας» και οριοθετώντας τους χώρους δράσης του έργου με μεταλλικές μικρογραφίες ομοιωμάτων κτιρίων, του περιβάλλοντος, των χωραφιών ακόμα και των εκτρεφόμενων ζώων του χωριού (σκηνικά - κοστούμια Κέννυ Μακ Λέλλαν), άφησε το λόγο να «αφηγηθεί» το δράμα της Ραραούς και της μάνας της, μοιράζοντάς το σε διαφορετικές ηλικίες - στη νιότη, στα μεσήλικα και ηλικιωμένα χρόνια τους. Με συνεργάτες τους Σάκη Μπιρπμπίλη (φωτισμοί), Δημήτρη Καμαρωτού (μουσική), Αμαλία Μπένετ (κίνηση), ο Σέρβος σκηνοθέτης έστησε μια ενδιαφέρουσα, σεμνή και θερμή παράσταση, κατευθύνοντας και τις επίσης σεμνές και λιτές ερμηνείες των καλών ηθοποιών της διανομής (αλφαβητικά): Κώστας Βασαρδάνης, Αγγελική Δημητρακοπούλου, Βασίλης Καραμπούλας, Τζένη Κόλλια, Υβόνη Μαλτέζου, Θέμις Μπαζάκα (Ραραού), Ηρώ - Ελένη Μπέζου, Θεμιστοκλής Πάνου, Θεοδώρα Τζήμου, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Αντώνης Φραγκάκης.
ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 27 Απρίλη 2011
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ: ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, ΕΡΓΑ, ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΗΘΟΠΟΙΟΙ, ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ, ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΙ, ΦΩΤΙΣΤΕΣ, ΜΟΥΣΙΚΟΙ, ΧΟΡΟΓΡΑΦΟΙ, ΚΡΙΤΙΚΟΙ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ, ΒΙΒΛΙΑ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ, ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ...
Tuesday, April 26, 2011
Πίντερ και Μάτεσις
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment