Σε ηλικία 93 ετών έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης του θεάτρου, Λεωνίδας Τριβιζάς. Το νέο γνωστοποίησε ο πρόεδρος του ΣΕΗ, Σπύρος Μπιμπίλας στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook.
«Καλό ταξίδι σε έναν από τους μεγάλους σκηνοθέτες του θεάτρου μας, τον Λεωνιδα Τριβιζά, που γεννηθηκε στην Κερκυρα στις 3-5-29, και που το τίμησε δημιουργώντας σπουδαίες παραστάσεις και εκπαίδευσε δεκάδες σπουδαίους ηθοποιούς! Το ΛΑΙΚΟ Πειραματικό θέατρο του στο Θέατρο ΠΟΡΕΙΑ άφησε εποχή!», έγραψε ο Σπύρος Μπιμπίλας.
Συλλυπητήριο μήνυμα της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνας Μενδώνη για την απώλεια του Λεωνίδα Τριβιζά
Πληροφορούμενη την απώλεια του σκηνοθέτη Λεωνίδα Τριβιζά, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την εξής δήλωση:
«Με τις σκηνοθεσίες, τη διδασκαλία, τη μακρά παρουσία του, επί δεκαετίες, στο ελληνικό θέατρο, ο Λεωνίδας Τριβιζάς υπηρέτησε με επιμονή και αφοσίωση την ανανέωση και τον πειραματισμό. Λίγοι δημιουργοί έχουν υπάρξει τόσο προσηλωμένοι και στοχευμένοι στην έρευνα, με τον τρόπο που το έκανε ο Τριβιζάς. Εφάρμοσε στη σκηνή χρόνια μελέτης, αναζητήσεων και τριβής με τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής στο Παρίσι και στη σχολή του Ρολάν Μπαρτ, όπου βρέθηκε κατά την αυτοεξορία του την περίοδο της δικτατορίας, δημιουργώντας στη συνέχεια το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο. Η πίστη του στο νέο, το μη τετριμμένο, αποτελεί πρότυπο για τους νέους δημιουργούς της θεατρικής τέχνης. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους και στους φίλους του».
Ο Λεωνίδας Τριβιζάς (Κέρκυρα 3 Μαΐου 1929 – Αθήνα 28 Νοεμβρίου 2022) ήταν σκηνοθέτης του θεάτρου και καθηγητής σε δραματικές σχολές. Σκηνοθέτησε έργα κλασικού αλλά κυρίως σύγχρονου, ξένου δραματολογίου και σε μικρότερη κλίμακα νεοελληνικά έργα. Συμμετείχε στην ίδρυση και λειτουργία εναλλακτικών, πειραματικών θεατρικών σχημάτων που παρουσίασαν ένα δραματολόγιο στηριγμένο σε καλλιτεχνικά και κοινωνικοπολιτικά κριτήρια (Κυκλικό Θέατρο, Λαϊκή Πειραματική Σκηνή). Επιπλέον, ασχολήθηκε με την αναβίωση του αρχαίου δράματος, προσεγγίζοντάς το μέσω μιας ανανεωτικής και μοντέρνας αισθητικής.
Ο Λεωνίδας Τριβιζάς γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1929. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, από όπου αποφοίτησε το 1956. Οι πρώτες σκηνοθετικές του απόπειρες πραγματοποιήθηκαν το 1958 με τον βραχύβιο θίασο Ελεύθερο Θέατρο και το 1960 με τη Νέα Σκηνή του Κωστή Λειβαδέα. Στη συνέχεια ίδρυσε το δικό του θεατρικό σχήμα, το Κυκλικό Θέατρο (1961–1963). Ακολούθησαν οι συνεργασίες του με το Εθνικό Θέατρο (1965–1967) και στο ελεύθερο θέατρο με τον θίασο του Αλέκου Αλεξανδράκη και τον θίασο του Δημήτρη Χορν. Την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974) αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, όπου μεταξύ άλλων παρακολούθησε τα μαθήματα του Ρολάν Μπαρτ στην École pratique des hautes études. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πρωτοστάτησε στην ίδρυση και λειτουργία του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου (1975–1984) και της ομώνυμης Δραματικής Σχολής. Επανήλθε ως σκηνοθέτης το καλοκαίρι του 1996 σκηνοθετώντας την τραγωδία του Σαίξπηρ Βασιλιάς Ληρ (θίασος Κ. Καζάκου). Τελευταία καταγεγραμμένη σκηνοθετική του δουλειά υπήρξε η παράσταση Ο Φάλσταφ, μια ελεύθερη απόδοση της σαιξπηρικής κωμωδίας Οι πρόσχαρες κυρίες του Ουίνδσορ (θίασος Κ. Καζάκου, 1998).
Επαγγελματική πορεία
Κατά τη θεατρική περίοδο 1958/59 ο Λ. Τριβιζάς μαζί με άλλους νεαρούς αποφοίτους της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης (Κ. Καζάκος, Χρ. Μπίστης, Κ. Αρσένη, Μ. Βούρτση κ.ά.) συγκρότησαν τον θίασο Ελεύθερο Θέατρο και οργάνωσαν έναν κύκλο περιοδειών σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Καστοριά κ.α.). Το ρεπερτόριο του θιάσου περιελάμβανε έργα όπως: Λοκαντιέρα του Κ. Γκολντόνι, Η γυναίκα της νιότης σου του Ζ. Ντεβάλ, Τα όνειρά μας του Ο. Μπέτι, Η Ήρα και το παγώνι το Σον Ο’Κέισι, Το φιντανάκι του Π. Χορν κ.ά. Πρόκειται για ένα ετερόκλιτο ρεπερτόριο με τάσεις προς το σύγχρονο ξένο δραματολόγιο. Από τις παραστάσεις που έδωσε ο θίασος στη Θεσσαλονίκη, η κριτική ξεχώρισε την παράσταση Η Ήρα και το παγώνι και επαίνεσε τη σκηνοθετική προσπάθεια του Λ. Τριβιζά. Το καλοκαίρι του 1960 συνεργάστηκε με τον θίασο Νέα Σκηνή του Κωστή Λειβαδέα και σκηνοθέτησε την τραγωδία του Ευριπίδη Ιφιγένεια εν Αυλίδι, καθώς και την κωμωδία Η ζωή με τον πατέρα των Χ. Λίντσεϋ και Ρ. Κρουζ. Η πρώτη σκηνοθεσία του Λ. Τριβιζά στο αρχαίο δράμα εμπεριείχε τα στοιχεία που προσπάθησε να εισάγει ο Κ. Λειβαδέας στην αναβίωση των αρχαίων τραγωδιών, δηλαδή ανάδειξη δραματικών και ρεαλιστικών στοιχείων, ανάδειξη της ατομικότητας των μελών του χορού, πεζός λόγος έναντι ποιητικού.
Το 1961 ο Λ. Τριβιζάς δημιουργεί το Κυκλικό Θέατρο στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας. Όπως υποδηλώνει και η ονομασία του θιάσου, η σκηνή του θεάτρου είχε κυκλικό σχήμα. Στην ιστορία του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου οι δύο αυτές «χωροθετικές» επιλογές του Λ. Τριβιζά έχουν οριστεί ως σημείο ρήξης με τις μέχρι τότε παγιωμένες στην Ελλάδα αντιλήψεις για τη θεατρική επικοινωνία μέσω της παραδοσιακής ιταλικής σκηνής και ως στοιχείο πρωτοπορίας που δημιουργούσε νέες προοπτικές για τους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς αλλά και τους θεατές. Η λειτουργία του Κυκλικού Θεάτρου τερματίστηκε το 1963, έπειτα από καταγγελία ενοίκου της πολυκατοικίας όπου στεγάζονταν το θέατρο. Υποστηρίχθηκε ότι δεν τηρούνταν οι πολεοδομικές προδιαγραφές που επέβαλε η νομοθεσία για τη λειτουργία ενός χώρου δημοσίων θεαμάτων. Τον Φεβρουάριο του 1964, έπειτα από δικαστική διαμάχη και μέσα σε φορτισμένο κλίμα το θέατρο κατεδαφίστηκε. Ο Λ. Τριβιζάς στο Κυκλίκό Θέατρο παρουσίασε τέσσερα έργα, όλα προερχόμενα από το ξένο σύγχρονο ρεπερτόριο, τα οποία παίχτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το πρώτο έργο που ανέβασε ήταν η κωμωδία του Ούγκο Μπέττι Μια όμορφη Κυριακή του Σεπτέμβρη. Η παράσταση έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από μεγάλο μέρος της θεατρικής κριτικής. Ακολούθησαν τρία έργα με πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο, το δράμα Ένας όμηρος του Μπρένταν Μπίαν, το έργο Ερρίκος ο Η’ και οι γυναίκες του του Χέρμαν Γκρέσικερ και το έργο του Ζαν Πωλ Σαρτρ Νεκροί χωρίς τάφο. Ως επιλογές δραματολογίου τα έργα αυτά προκάλεσαν αντιφατικές κριτικές, όμως ήταν σχεδόν κοινή παραδοχή ότι η σκηνοθεσία πέτυχε να αναδείξει το πνεύμα του εκάστοτε συγγραφέα. Στις παραστάσεις του Κυκλικού Θεάτρου ο Λ. Τριβιζάς συνεργάστηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως οι συνθέτες Μίκης Θεοδωράκης και Γιάννης Μαρκόπουλος, ο σκηνογράφος Γιάννης Καρύδης, οι ηθοποιοί Νέλλη Αγγελίδου, Αλέκα Παΐζη, Τίτος Βανδής κ.ά.
Μετά το βίαιο κλείσιμο του Κυκλικού Θεάτρου και μέχρι και τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών ο Λ. Τριβιζάς σκηνοθέτησε μια σειρά παραστάσεων για θιάσους του ελεύθερου θεάτρου αλλά και για το Εθνικό Θέατρο. Το 1962 άρχισε τη μακροχρόνια συνεργασία του με τον θίασο του Αλέκου Αλεξανδράκη, η οποία απέδωσε πέντε θεατρικές παραγωγές. Συγκεκριμένα σκηνοθέτησε τα έργα: Μια ιστορία του Ίρκουτσκ του Αλεξέι Αρμπούζωφ (1962), Το σινικό τείχος του Μαξ Φρις (1963), το μονόπρακτο Ο θάνατος της Μπέσσυ Σμιθ του Έντουαρντ Άλμπι και το μονόπρακτο Ο ταξιδιώτης της Α’ θέσεως του Αντόν Τσέχωφ σε κοινή παράσταση (1964), το Ένας μήνας στην εξοχή του Ιβάν Τουργκένιεφ (1964) και το Μπλουζ για τον κύριο Τσάρλυ του Τζέιμς Μπόλντουιν (1965). Παράλληλα, το καλοκαίρι του 1963 σκηνοθέτησε τη μουσική παράσταση Μαγική πόλις του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη (θέατρο Παρκ), ενώ τη σεζόν 1964/65 επανήλθε στο έργο Ένας όμηρος του Μπ. Μπίαν σκηνοθετώντας το αυτή τη φορά για λογαριασμό του θιάσου του Τίτου Βανδή (θέατρο Μεταλλείον). Το 1968, λίγο πριν φύγει για το Παρίσι συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Χορν σκηνοθετώντας τον στο έργο Ντον Ζουάν του Μολιέρου (θέατρο Βρετάνια). Θετικό ήταν το πρόσημο των κριτικών σε σχέση με τις σκηνοθετικές του προσπάθειές σε αυτές τις παραστάσεις. Οι περισσότεροι κριτικοί έκαναν λόγο για δημιουργία εύρυθμων και καλά συντονισμένων παραστάσεων, όπου η σκηνοθετική γραμμή υπηρέτησε τα θεατρικά κείμενα.
Το 1965 ο Λ. Τριβιζάς προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Η πρώτη παραγωγή που κλήθηκε να σκηνοθετήσει ήταν η κωμωδία του Αριστοφάνη Πλούτος. Οι κριτικές για την παράσταση υπήρξαν αντικρουόμενες. Μέσα από τις κριτικές αναδεικνύεται ότι ο σκηνοθέτης «εγκλωβίστηκε» ανάμεσα στη δική του ανανεωτική αντίληψη για την αναβίωση του αρχαίου δράματος και στα όρια που έθετε η παράδοση του Εθνικού Θεάτρου στο ανέβασμα της αττικής κωμωδίας. Τις επόμενες δύο θεατρικές σεζόν σκηνοθέτησε τέσσερα έργα στο Εθνικό Θέατρο, έργα που προέρχονταν από διαφορετικά είδη ρεπερτορίου. Παρουσίασε δύο νεοελληνικά έργα διαφορετικών δραματουργικών προσανατολισμών, την «ιστορική τραγωδία» του Παντελή Πρεβελάκη Το ιερό σφάγιο (1966) και το δράμα της Λούλας Αναγνωστάκη Η συναναστροφή (1967). Επίσης σκηνοθέτησε και δύο έργα του σύγχρονου ξένου ρεπερτορίου, τον Ιβάνωφ του Α. Τσέχωφ και τον Ερρίκο Δ‘ του Λ. Πιραντέλλο. Η τελευταία αυτή παράσταση έγινε δεκτή με αρκετές θετικές κριτικές, σε αντίθεση με την παράσταση του Ιβάνωφ, όπου η κριτική θεώρησε ότι η σκηνοθεσία του Λ. Τριβιζά δεν βοήθησε να μειωθούν τα προβλήματα που φέρει δραματουργικά το ίδιο το θεατρικό κείμενο. Για τη σκηνοθεσία του στον Ερρίκο Δ’ στο πλαίσιο της θεατρολογικής έρευνας, ειπώθηκε ότι «ανέδειξε μέσα από τη σκηνογραφική λιτότητα τις μεταθεατρικές αναφορές του έργου και εστίασε στην τρέλα του αμνησιακού ήρωα, ποντάροντας στην υποκριτική δεξιοτεχνία του πρωταγωνιστή του, Δημήτρη Χορν».
Η Μεταπολίτευση υπήρξε αφετηρία μιας δημιουργικής και γόνιμης καλλιτεχνικής περιόδου για τον Λ. Τριβιζά. Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι πρωτοστάτησε στην ίδρυση και λειτουργία του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου και της ομώνυμης Δραματικής Σχολής (1975). Ο θίασος στεγάστηκε αρχικά στο θέατρο Αθηνά και έπειτα στο Θέατρο Πορεία. Ανέβασε είκοσι οκτώ θεατρικά έργα μιας ευρείας γκάμας ρεπερτορίου: δώδεκα έργα ξένου σύγχρονου ρεπερτορίου, επτά νεοελληνικά, δύο κλασικά έργα, τρία παιδικού θεάτρου και τέσσερα αρχαία δράματα. Έξι από τα επτά νεοελληνικά έργα παρουσιάστηκαν επί σκηνής για πρώτη φορά και τα περισσότερα εστίαζαν στον κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό (Μουγγός, Άγις, Εξορία, Το διπλανό κρεβάτι, Λάκκος της αμαρτίας και Ρωμέικο πανόραμα). Τα έργα του σύγχρονου ξένου ρεπερτορίου που επιλέχθηκαν ήταν κυρίως έργα έντονου πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού (Καπιτάν Σελλ – Καπιτάν Έσο, Μάνα, Φως στα σκοτάδια, Κατ’ οίκον εργασία, Άνω Αυστρία, Οι παραθεριστές κ.ά.). Από το κλασικό ρεπερτόριο παρουσιάστηκαν τα έργα: Τίμων ο Αθηναίος του Σαίξπηρ και Μισάνθρωπος του Μολιέρου. Για το δραματολόγιο στο οποίο επικεντρώθηκε χαρακτηρίστηκε ως σκηνοθέτης των επικίνδυνων πειραμάτων. Ενδεικτική για τη δραματουργία που θέλησε να προβάλει ήταν η δήλωσή του με αφορμή την παράσταση του έργου Λάκκος της αμαρτίας του Γιώργου Μανιώτη. Δήλωσε ότι το έργο «αρθρώνει για πρώτη φορά στον τόπο μας, το πρόβλημα μιας κατηγορίας περιθωριακών ατόμων, που θέλουμε ν᾽ αγνοήσουμε την ύπαρξή τους και που, όταν δεν το καταφέρνουμε, καταφεύγουμε στις διώξεις, στην ταπείνωση και τον εξευτελισμό». Μία ακόμα παράσταση του Λ. Τριβιζά που προκάλεσε συζητήσεις την εποχή που παρουσιάστηκε, αλλά και το ενδιαφέρον της μετέπειτα θεατρολογοκής έρευνας ήταν το Ρωμέικο πανόραμα, μία σπονδυλωτή παράσταση, επιθεωρησιακού τύπου με έντονο πολιτικό χαρακτήρα και αναγωγές στη νεώτερη ελληνική ιστορία.
Επίσης με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο ο Λ. Τριβιζάς ασχολήθηκε συστηματικά και με την αναβίωση του αρχαίου δράματος. Παρουσίασε την κωμωδία του Αριστοφάνη Θεσμοφοριάζουσες (1978), τις τραγωδίες του Ευριπίδη Ορέστης (1979) και Φοίνισσες (1983), καθώς και την τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβας (1980). Την ίδια περίοδο σκηνοθέτησε και για λογαριασμό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος την τραγωδία του Ευριπίδη Εκάβη (1981). Στις σκηνοθετικές αυτές προσπάθειες εισήγαγε διάφορους πειραματισμούς και ακολούθησε σκηνοθετικές τακτικές ανανέωσης σε σχέση με την παράδοση που είχε παγιωθεί στην Ελλάδα στην αναβίωση του αρχαίου δράματος. Η πρόταση του στηρίζονταν στην «αντικλασική» αισθητική, στην ανάδειξη του πολιτικού και ιδεολογικού στοιχείου κ.ά. Ενδεικτικά, στην παράσταση της Εκάβης «η σύλληψη του σκηνικού χώρου στηρίχθηκε σε ένα γυμνό κυκλικό ξύλινο πατάρι και στο εύρημα των κινητών τριγωνικών υφασμάτινων ιστίων».
Ο Λ. Τριβιζάς σε όλη την πορεία του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου συνεργάστηκε με σημαντικούς δημιουργούς και καλλιτέχνες. Στην αρχή είχε τη συμπαράσταση της Ξένιας Καλογεροπούλου, του Γιάννη Φέρτη, του Μάριου Πλωρίτη, του Πέτρου Μάρκαρη, του Κωστή Σκαλιόρα, της Ελένης Βαροπούλου κ.ά. Στην πορεία συνεργάστηκε με συνθέτες όπως ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Γιώργος Κουρουπός, με εικαστικούς καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Κόκκος, ο Γιώργος Πάτσας, ο Δαμιανός Ζαρίφης και με ηθοποιούς όπως ο Δημήτρης Χορν, η Αλέκα Παΐζη, η Νέλλη Αγγελίδου, η Εύα Κοταμανίδου, ο Δημήτρης Καταλειφός κ.ά. Η θεατρολόγος Κ. Ζηροπούλου μελετώντας το έργο του Λ. Τριβιζά την περίοδο του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου αναφέρει. ότι με βάση το ρεπερτόριο του θιάσου προκύπτουν τέσσερις άξονες: i) η πίστη στην κοινωνική αποστολή του θεάτρου και η ανάγκη πολιτικής παρέμβασης, ii) η αναζήτηση νέων, άγνωστων ως τότε, στο ελληνικό κοινό, έργων, iii) η προώθηση της εγχώριας δραματουργίας και iv) η διάθεση σκηνικού πειραματισμού επάνω σε διαφορετικά θεατρικά είδη και δραματουργικές φόρμες. Επίσης, υπογραμμίζει ότι το έργο του θιάσου προκάλεσε συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, θετικές και αρνητικές κριτικές και κυρίως είχε μία δυναμική παρουσία στα θεατρικά τεκταινόμενα της εποχής του.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 σε αρκετά κριτικά σημειώματα παρατηρείται ότι ο Λ. Τριβιζάς με την επιμονή του στο πολιτικοποιημένο και κοινωνικά καταγγελτικό δραματολόγιο άρχισε να μην συμβαδίζει με την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, χάνοντας ταυτόχρονα τον σφυγμό της εποχής και το ενδιαφέρον του κοινού. Σταδιακά, το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και το 1984 υπό το βάρος τους σταμάτησε τη λειτουργία του. Όλη την περίοδο που είχε προηγηθεί ο Τύπος της εποχής είχε συνεχή δημοσιεύματα και αντεγκλήσεις αναφορικά με τη μη ένταξη του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου στις κρατικές επιχορηγήσεις. Για την επόμενη δεκαετία ο Λ. Τριβιζάς θα απέχει από κάθε επαγγελματική σκηνοθετική δράση, παρόλο που στο διάστημα που μεσολάβησε υπήρχαν δημοσιεύματα που αναφέρονταν σε διεργασίες επιστροφής του. Επέστρεψε για λίγο σκηνοθετώντας δύο παραστάσεις σαιξπηρικών έργων για τον θίασο του Κώστα Καζάκου (Βασιλιάς Ληρ, 1996 και Ο Φάλσταφ ή Οι πρόσχαρες κυρίες του Ουίνδσορ, 1998). Η κριτική σε σχέση με την παράταση του Βασιλιά Ληρ ήταν σε γενικές γραμμές θετική με τη σκηνοθεσία – διδασκαλία του Λ. Τριβιζά, υπογραμμίζοντας όμως, ότι δεν πέτυχε να αναδείξει όλες τις διαστάσεις του τραγικού που φέρει το έργο. Τέλος, ο Λ. Τριβιζάς παράλληλα με τη σκηνοθετική του πορεία στο θέατρο, ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία θεατρικών έργων στο ραδιόφωνο. Ενδεικτικά αναφέρονται τα έργα: Βόυτσεκ του Γκ. Μπύχνερ (1964), Τα πατατάκια για όλες τις ώρες του Α. Γουέσκερ (1964), Σινικό τείχος του Μαξ Φρις (1964), Δόνα Ροζίτα του Φ. Λόρκα (1967), Μπλοκ C του Η. Βενέζη κ.ά.
Βιβλιογραφία
- «Who’s who: Τριβιζάς Λεωνίδας». Θέατρο: έκδοση θεάτρου, μουσικής. χορού και κινηματογράφου (1967).
- Βαρβέρης, Γιάννης. «Η κρίση του θεάτρου», Η Λέξη 23 (Μάρτης–Απρίλης 1983), σ. 432–434.
- γ.κ.π. «Το πρόσωπο της εβδομάδας: Λεωνίδας Τριβιζάς». Τα Νέα [Αθήνα], 17/08/1974.
- Γεωργακάκη, Κωνστάντζα. «Σπονδυλωτά θεάματα της Μεταπολίτευσης: “παίζοντας” με την Ιστορία», στο Α. Αλτουβά και Κ. Διαμαντάκου (επιμ.) Θέατρο και Δημοκρατία (Πρακτικά Ε’ Πανελληνίου Θεατρολογικού Συνεδρίου, Νοέμβριος 2014). Α’ τόμος. Αθήνα: Ε.Κ.Π.Α. – Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, 2018, σ. 251–265.
- Γεωργίου, Ελένη. «Οι σκηνοθεσίες των έργων του Luigi Pirandello στην ελληνική σκηνή από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως το 2010», στο Α. Αλτουβά και Μ. Σεχοπούλου (επιμ.) Παγκόσμιο Θέατρο: πράξη – δραματουργία – θεωρία (Πρακτικά). Αθήνα: Ε.Κ.Π.Α. – Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, 2017, σ. 583–601.
- Γραμματάς, Θόδωρος. Το ελληνικό θέατρο στον 20ό αιώνα: πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοτυπία. Τόμος 1. Αθήνα: Εξάντας, 2002.
- Ζηροπούλου, Κωνσταντίνα. «Ο σκηνοθέτης Λεωνίδας Τριβιζάς και το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο», στο Α. Δημητριάδης, Ι. Πιπινιά και Α. Σταυρακοπούλου (επιμ.) Σκηνική πράξη στο μεταπολεμικό θέατρο: συνέχειες και ρήξεις (Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο αφιερωμένο στον Νικηφόρο Παπανδρέου, Σεπτ–Οκτ. 2010). Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ., 2014, σ. 213–222.
- «Κατεδαφίσθη το “Κυκλικό”». Τα Νέα [Αθήνα], 21/02/1964.
- Κονομή, Μαρία. «Προσεγγίσεις του «άδειου χώρου» στις παραστάσεις τραγωδίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο»«», στο Α. Αλτουβά και Μ. Σεχοπούλου (επιμ.) Παγκόσμιο Θέατρο: πράξη – δραματουργία – θεωρία (Πρακτικά). Αθήνα: Ε.Κ.Π.Α. – Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, 2017, σ. 425–451.
- Μαργαρίτης, Αλκ. «Έργα Μπρεχτ και Τσεχωφ. Στο θέατρο “Πορεία”». Τα Νέα [Αθήνα], 03/02/1977.
- «Ο λάκκος της αμαρτίας»,Τα Νέα [Αθήνα], 21/07/1979.
- Πάρλας, Κ. «Ιδρύθηκε “Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο”». Το Βήμα [Αθήνα], 03/09/1975.
- Πεφάνης, Γιώργος. «W. Shakespeare: Bασιλιάς Ληρ, από το Θέατρο Tζένη Kαρέζη στο Hρώδειο, Ιούλιος 1996». Νέα Εστία, 140 (1996).
- Πηλιχός, Γ. Κ. «Να σωθή το “Κυκλικό”: ένα θέατρο 150 θέσεων που υπηρετεί την τέχνη». Τα Νέα [Αθήνα], 16/08/1963.
- Πλάτσκου, Στέλλα. Το Ιρλανδικό Θέατρο στην Ελλάδα: πενήντα χρόνια σκηνικής παρουσίας (1943–1992) [διδακτορική διατριβή]. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. – Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Φιλολογίας – Τομέας Μ.Ν.Ε.Σ., 2000.
- Πλωρίτης, Μάριος. «”Μια όμορφη Κυριακή του Σεπτέμβρη” του Ούγκο Μπέττι στο “Κυκλικό Θέατρο”», Ελευθερία [Αθήνα], 19/12/1961.
- Σταματοπούλου, Έλενα. Το νεοελληνικό θέατρο στα μεταπολεμικά χρόνια (1944–1967) [διδακτορική διατριβή]. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. – Σχολή Καλών Τεχνών – Τμήμα Θεάτρου, 2017.